Anonymous

ἀνθρωπεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρωπεύομαι''': ἀποθ., ἐνεργῶ ὡς [[ἄνθρωπος]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ τὰ κτήνη, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 6· ψυχὴ ἀνθρωπευομένη, ἀνθρωπίνη, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1074.
|lstext='''ἀνθρωπεύομαι''': ἀποθ., ἐνεργῶ ὡς [[ἄνθρωπος]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ τὰ κτήνη, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 6· ψυχὴ ἀνθρωπευομένη, ἀνθρωπίνη, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1074.
}}
{{bailly
|btext=vivre <i>ou</i> agir comme un homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]].
}}
}}