Anonymous

κατάπτυστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάπτυστος''': -ον, [[ἄξιος]] νὰ καταπτυσθῇ, [[βδελυρός]], [[ἀποτρόπαιος]], [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἀνακρ. 120∙- ἐφ’ ὃν ἔπτυσέ τις, [[ἄξιος]] [[καταφρονήσεως]], Ἀνακρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Αἰσχύλ. Χο. 632, Εὐμ. 68, Εὐρ. ἐν Τρῳ. 1024˙- [[ὡσαύτως]] παρὰ κωμ. καὶ πεζοῖς, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 6∙ μισθοῦται τὸν κ. τουτονὶ Δημ. 236. 22, κτλ.- «κατάπτυστον· εὐτελές, μισητὸν» Σουΐδ. Ἐπίρρ., -τως, Κλήμ. Ἀλ. 546.
|lstext='''κατάπτυστος''': -ον, [[ἄξιος]] νὰ καταπτυσθῇ, [[βδελυρός]], [[ἀποτρόπαιος]], [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἀνακρ. 120∙- ἐφ’ ὃν ἔπτυσέ τις, [[ἄξιος]] [[καταφρονήσεως]], Ἀνακρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Αἰσχύλ. Χο. 632, Εὐμ. 68, Εὐρ. ἐν Τρῳ. 1024˙- [[ὡσαύτως]] παρὰ κωμ. καὶ πεζοῖς, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 6∙ μισθοῦται τὸν κ. τουτονὶ Δημ. 236. 22, κτλ.- «κατάπτυστον· εὐτελές, μισητὸν» Σουΐδ. Ἐπίρρ., -τως, Κλήμ. Ἀλ. 546.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />conspué, digne de mépris.<br />'''Étymologie:''' [[καταπτύω]].
}}
}}