3,253,652
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκάρδιος''': -ον, ἐν τῇ καρδίᾳ, ἐγκάρδιόν ἐστι (ἢ γίγνεται) τί μοι. εἰσδύεται εἰς τὴν καρδίαν μου, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 310. 40, πρβλ. Διόδ. 1. 45. ΙΙ. ἐγκάρδιον, τό, τὸ ἐσωτερικώτατον [[μέρος]] τοῦ ξύλου, «ἡ καρδιὰ» ἢ «ψίχα», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 8, 5. ΙΙΙ. ἐγκαρδία, ἡ, [[λίθος]] τις τῶν τιμίων, Πλίν. Η. Ν. XXXVII 58, [[ἔνθα]] [[τρία]] εἴδη αὐτῆς καταλέγονται, ἔχοντα πάντα [[ἄλλο]] ἄλλου χρώματος εἰκόνα καρδίας. | |lstext='''ἐγκάρδιος''': -ον, ἐν τῇ καρδίᾳ, ἐγκάρδιόν ἐστι (ἢ γίγνεται) τί μοι. εἰσδύεται εἰς τὴν καρδίαν μου, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 310. 40, πρβλ. Διόδ. 1. 45. ΙΙ. ἐγκάρδιον, τό, τὸ ἐσωτερικώτατον [[μέρος]] τοῦ ξύλου, «ἡ καρδιὰ» ἢ «ψίχα», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 8, 5. ΙΙΙ. ἐγκαρδία, ἡ, [[λίθος]] τις τῶν τιμίων, Πλίν. Η. Ν. XXXVII 58, [[ἔνθα]] [[τρία]] εἴδη αὐτῆς καταλέγονται, ἔχοντα πάντα [[ἄλλο]] ἄλλου χρώματος εἰκόνα καρδίας. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui est dans le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καρδία]]. | |||
}} | }} |