Anonymous

ἀσκαλαβώτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκᾰλᾰβώτης''': -ου, ὁ, = [[γαλεώτης]], ἡ [[κατάστικτος]] [[σαύρα]], Λατ. stellio· πρῴην δέ γε γνώμην μεγάλην ἀφῃρέθη ὑπ’ ἀσκαλαβώτου, «[[ἑκατέρως]] λέγεται καὶ [[ἀσκαλαβώτης]] καὶ [[γαλεώτης]]» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 170, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 11, 9., 8. 29, 4, κ. ἀλλ.
|lstext='''ἀσκᾰλᾰβώτης''': -ου, ὁ, = [[γαλεώτης]], ἡ [[κατάστικτος]] [[σαύρα]], Λατ. stellio· πρῴην δέ γε γνώμην μεγάλην ἀφῃρέθη ὑπ’ ἀσκαλαβώτου, «[[ἑκατέρως]] λέγεται καὶ [[ἀσκαλαβώτης]] καὶ [[γαλεώτης]]» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 170, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 11, 9., 8. 29, 4, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />lézard moucheté, <i>animal</i>, gecko (Platydactylus mauretanicus) AR.<br />'''Étymologie:''' DELG ? ; pê terme égéen.
}}
}}