Anonymous

βάτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βάτης''': -ου, ὁ, (βαίνω) ὁ πατῶν ἢ βατεύων, Ἡσύχ.· -[[ἐντεῦθεν]], βατήριον ἐς [[λέχος]] ἐλθεῖν, ὅ ε. εἰς ὀχείαν, Ψευδο-Φωκ. 175.
|lstext='''βάτης''': -ου, ὁ, (βαίνω) ὁ πατῶν ἢ βατεύων, Ἡσύχ.· -[[ἐντεῦθεν]], βατήριον ἐς [[λέχος]] ἐλθεῖν, ὅ ε. εἰς ὀχείαν, Ψευδο-Φωκ. 175.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />reproducteur (<i>cf.</i> [[ἔβρος]]).<br />'''Étymologie:''' [[βαίνω]] Α.ΙΙ.4.
}}
}}