Anonymous

ἀνέφαπτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέφαπτος''': -ον, ὃν δὲν δικαιοῦταί τις ν’ ἀπαγάγῃ ὡς δοῦλον (πρβλ. [[ἀνέπαφος]]), [[ἀνέφαπτος]] ἀπὸ πάντων τὸν πάντα βίον Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1704 - 1709b.
|lstext='''ἀνέφαπτος''': -ον, ὃν δὲν δικαιοῦταί τις ν’ ἀπαγάγῃ ὡς δοῦλον (πρβλ. [[ἀνέπαφος]]), [[ἀνέφαπτος]] ἀπὸ πάντων τὸν πάντα βίον Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1704 - 1709b.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. jurid.</i> protégé contre la saisie de corps, insaisissable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐφάπτω]].
}}
}}