Anonymous

λάλημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάλημα''': [λᾰ], τό, [[ὁμιλία]], [[φλυαρία]], Εὔβουλ. ἐν «Τιτᾶσι» 1, Μόσχ. 1. 8. ΙΙ. [[φλύαρος]] [[ἄνθρωπος]], Σοφ. Ἀντ. 320 (ἂν μὴ ἐσφ. γραφὴ ἀντὶ [[ἄλημα]], ἴδε Δινδ.)˙ ποικίλων λαλημάτων Εὐρ. Ἀνδρ. 937. 2) [[ἄνθρωπος]] περὶ οὗ γίνεται συχνὸς [[λόγος]] ἐπὶ κακῷ, πρὸς [[ὄνειδος]], Λατ. fabula, Ἑβδ. (Γ Βασιλ. Θ΄, 7, κ. ἀλλ.).
|lstext='''λάλημα''': [λᾰ], τό, [[ὁμιλία]], [[φλυαρία]], Εὔβουλ. ἐν «Τιτᾶσι» 1, Μόσχ. 1. 8. ΙΙ. [[φλύαρος]] [[ἄνθρωπος]], Σοφ. Ἀντ. 320 (ἂν μὴ ἐσφ. γραφὴ ἀντὶ [[ἄλημα]], ἴδε Δινδ.)˙ ποικίλων λαλημάτων Εὐρ. Ἀνδρ. 937. 2) [[ἄνθρωπος]] περὶ οὗ γίνεται συχνὸς [[λόγος]] ἐπὶ κακῷ, πρὸς [[ὄνειδος]], Λατ. fabula, Ἑβδ. (Γ Βασιλ. Θ΄, 7, κ. ἀλλ.).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> bavardage, babil;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> bavard, causeur.<br />'''Étymologie:''' [[λαλέω]].
}}
}}