Anonymous

ὀρθοποδέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθοποδέω''': [[βαδίζω]] κατ’ εὐθεῖαν εἰς [[μέρος]] τι, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 496, 16: μεταφορ., [[βαδίζω]] τὴν ὀρθὴν ὁδόν, ἀλλ’ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 14.
|lstext='''ὀρθοποδέω''': [[βαδίζω]] κατ’ εὐθεῖαν εἰς [[μέρος]] τι, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 496, 16: μεταφορ., [[βαδίζω]] τὴν ὀρθὴν ὁδόν, ἀλλ’ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 14.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aller droit sur ses jambes, aller droit son chemin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθόπους]].
}}
}}