Anonymous

οἰνόπεδος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνόπεδος''': -ον, ὁ ἔχων [[ἔδαφος]] κατάλληλον πρὸς παραγωγὴν οἴνου, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Ὀδ. Α. 193, πρβλ. Λ. 132, Μόσχ. 4. 100. ΙΙ. οἰνόπεδον, ὡς οὐσιαστ., γῆ [[οἰνοφόρος]], [[ἀμπελών]], [[τέμενος]] ... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Ἰλ. Ι. 579, πρβλ. Θέογν. 892, Θεόκρ. 24. 128· - [[ὡσαύτως]] οἰνοπέδη, ἡ, Ἀνθ. Π. 11. 409, Ὀππ. Κ. 4. 331.
|lstext='''οἰνόπεδος''': -ον, ὁ ἔχων [[ἔδαφος]] κατάλληλον πρὸς παραγωγὴν οἴνου, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Ὀδ. Α. 193, πρβλ. Λ. 132, Μόσχ. 4. 100. ΙΙ. οἰνόπεδον, ὡς οὐσιαστ., γῆ [[οἰνοφόρος]], [[ἀμπελών]], [[τέμενος]] ... τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Ἰλ. Ι. 579, πρβλ. Θέογν. 892, Θεόκρ. 24. 128· - [[ὡσαύτως]] οἰνοπέδη, ἡ, Ἀνθ. Π. 11. 409, Ὀππ. Κ. 4. 331.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont le sol est planté de vignes.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[πέδον]].
}}
}}