Anonymous

ὀαριστής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀᾰριστής''': -οῦ, ὁ, ([[ὀαρίζω]]) [[οἰκεῖος]], φίλος, [[Μίνως]] ... Διὸς μεγάλου ὀαριστὴς Ὀδ. Τ. 179, πρβλ. Πλάτ. Μίνων 319D· Πυθαγόρην ... σεμνηγορίης ὀαρ. Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 36.
|lstext='''ὀᾰριστής''': -οῦ, ὁ, ([[ὀαρίζω]]) [[οἰκεῖος]], φίλος, [[Μίνως]] ... Διὸς μεγάλου ὀαριστὴς Ὀδ. Τ. 179, πρβλ. Πλάτ. Μίνων 319D· Πυθαγόρην ... σεμνηγορίης ὀαρ. Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 36.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui vit en commerce intime avec, compagnon familier ; <i>p. ext.</i> familier avec.<br />'''Étymologie:''' [[ὀαρίζω]].
}}
}}