Anonymous

προσεύχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεύχομαι''': μέλλ. -ξομαι· ἀποθ.˙ ― ὡς καὶ νῦν, παρακαλῶ προσευχόμενος, τῷ θεῷ Αἰσχύλ. Ἀγ. 317, Εὐρ., κτλ.˙ τῷ ἡλίῳ Πλουτ. Συμπ. 220D· πρ. τῷ θεῷ σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι Πλάτ. Κριτί. 136 Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 1. 2) μετ’ αἰτ., πρὸς τὸν θεόν, προσφωνῶ ἐν προσευχῇ, [[προσεύχομαι]] [[πρός]]…, Ἀριστοφ. Πλ. 958, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 887. 3) ἀποθ., [[κάμνω]] προσευχήν, [[λατρεύω]], Ἡρόδ. 1. 48, Αἰσχύλ. Πρ. 937, Σοφ. Ἀντ. 1337, κτλ. ΙΙ. πρ. τι, [[προσεύχομαι]], παρακαλῶ ὑπέρ τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 22˙ μετ’ ἀπαρ., ζῆσαι προσεύχου, [[ὑπὲρ]] τῆς ζωῆς σου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. Kaib. 1040. 11.
|lstext='''προσεύχομαι''': μέλλ. -ξομαι· ἀποθ.˙ ― ὡς καὶ νῦν, παρακαλῶ προσευχόμενος, τῷ θεῷ Αἰσχύλ. Ἀγ. 317, Εὐρ., κτλ.˙ τῷ ἡλίῳ Πλουτ. Συμπ. 220D· πρ. τῷ θεῷ σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι Πλάτ. Κριτί. 136 Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 1. 2) μετ’ αἰτ., πρὸς τὸν θεόν, προσφωνῶ ἐν προσευχῇ, [[προσεύχομαι]] [[πρός]]…, Ἀριστοφ. Πλ. 958, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 887. 3) ἀποθ., [[κάμνω]] προσευχήν, [[λατρεύω]], Ἡρόδ. 1. 48, Αἰσχύλ. Πρ. 937, Σοφ. Ἀντ. 1337, κτλ. ΙΙ. πρ. τι, [[προσεύχομαι]], παρακαλῶ ὑπέρ τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 22˙ μετ’ ἀπαρ., ζῆσαι προσεύχου, [[ὑπὲρ]] τῆς ζωῆς σου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. Kaib. 1040. 11.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> adresser une prière [[τῷ]] θεῷ <i>ou</i> τὸν θεόν à la divinité ; avec un inf. : demander aux dieux de ; <i>abs.</i> adorer, prier;<br /><b>2</b> demander par une prière, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[εὔχομαι]].
}}
}}