3,271,244
edits
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁπᾰλότης''': -ητος, ἡ, (ἁπαλὸς) [[μαλακότης]], [[τρυφερότης]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Πλάτ. Συμπ. 195D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· δι’ ἁπαλότητα Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2. | |lstext='''ἁπᾰλότης''': -ητος, ἡ, (ἁπαλὸς) [[μαλακότης]], [[τρυφερότης]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Πλάτ. Συμπ. 195D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· δι’ ἁπαλότητα Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />mollesse, délicatesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]]. | |||
}} | }} |