Anonymous

ἁπαλότης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁπᾰλότης''': -ητος, ἡ, (ἁπαλὸς) [[μαλακότης]], [[τρυφερότης]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Πλάτ. Συμπ. 195D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· δι’ ἁπαλότητα Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2.
|lstext='''ἁπᾰλότης''': -ητος, ἡ, (ἁπαλὸς) [[μαλακότης]], [[τρυφερότης]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Πλάτ. Συμπ. 195D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· δι’ ἁπαλότητα Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />mollesse, délicatesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]].
}}
}}