Anonymous

συνείρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνείρω''': [[συνάπτω]] κατὰ σειράν, «ἀραδιάζω», Λατ. connectere, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1079· ᾠδαῖς τε καὶ ὀρχήσεσιν ἀλλήλοις συνείρονται, χορούς τε ὠνομακέναι τὸ παρὰ τῆς χαρᾶς ἔμφυτον [[ὄνομα]] Πλάτ. Νόμ. 654Α· συν. [ὀνόματα], σχετίζω αὐτὰ [[μετὰ]] τῶν ῥιζῶν αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κρατὺλ. 425Β ξ. ἐπανελθόντες ἐπὶ τὴν ἀρχὴν [[μέχρι]] τῆς τελευτῆς τὸν λόγον, ἀναζητεῖν κατὰ σειρὰν τὴν συνέχειαν τοῦ λόγου, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 267Α· σ. τοὺς κύνας ἀπό τινος, ἄγω αὐτοὺς συνημμένους ἀπό τινος σημείου, Ξεν. Κυν. 6, 21· σ. στεφάνους Ἀριστ. 1. 143, κτλ. ― Παθ., συνείρεται τὸ [[ἐφεξῆς]], στενῶς σχετίζεται, ἀκολουθεῖ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 9, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 2. 10, 11· συνειρομένη [[πραγματεία]], συνεχὲς [[σύστημα]], 1. 5, 3. ΙΙ. ἐπὶ τρόπου ὁμιλίας, συχνάκι, ὡς [[ὀνειδισμός]], συν. λόγους ἀπνευστὶ (ἴδε ἐν λ. [[ἀπνευστί]]), Δημ. 328. 12· συνείρουσι μὲν τοὺς λόγους, ἴσασι δ’ οὐ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 3, 8· ὑπὸ τὴν ἀναπνοὴν ἑπτὰ καὶ [[πέντε]] στίχους σ., μὲ μίαν ἀναπνοήν, Πολύβ. 10. 47, 9· συν. λήρους Λουκ. Τίμ. 9, πρβλ. Νιγρ. 8, Διόνυσ. 7· ― ἀλλὰ καὶ [[ἁπλῶς]] ἐπὶ διηγήσεως λεπτομεροῦς, σ. καθ’ ἓν ἕκαστον Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 184· σ. τὰς ἑξῆς πράξεις Διόδ. 16. 76· τὴν κατηγορίαν Λουκ. Ἁλιεὺς 22· τὸ γνῶθι σεαυτὸν [[πολλάκις]] ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 2. 2. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ λόγου), συναρμολογῶ τὸν συλλογισμόν, ἐξακολουθῶ να ὁμιλῶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως, [[μετὰ]] μετοχ., συνεῖρον ἀπιόντες, δηλ. ἀπῆλθον χωρὶς νὰ σταθῶσί που, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6· σ. κινούμενος, συνεχῶς κινοῦμαι, ἐξακολουθῶ κινούμενος, Ἀριστ. Φυσ. 8. 8, 5· ― ἀπολ., εἶμαι συνεχὴς ἢ συνημμένος, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 16, 5, Μετεωρ. 2. 5, 17, π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 13, 11, κ. ἀλλ.
|lstext='''συνείρω''': [[συνάπτω]] κατὰ σειράν, «ἀραδιάζω», Λατ. connectere, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1079· ᾠδαῖς τε καὶ ὀρχήσεσιν ἀλλήλοις συνείρονται, χορούς τε ὠνομακέναι τὸ παρὰ τῆς χαρᾶς ἔμφυτον [[ὄνομα]] Πλάτ. Νόμ. 654Α· συν. [ὀνόματα], σχετίζω αὐτὰ [[μετὰ]] τῶν ῥιζῶν αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κρατὺλ. 425Β ξ. ἐπανελθόντες ἐπὶ τὴν ἀρχὴν [[μέχρι]] τῆς τελευτῆς τὸν λόγον, ἀναζητεῖν κατὰ σειρὰν τὴν συνέχειαν τοῦ λόγου, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 267Α· σ. τοὺς κύνας ἀπό τινος, ἄγω αὐτοὺς συνημμένους ἀπό τινος σημείου, Ξεν. Κυν. 6, 21· σ. στεφάνους Ἀριστ. 1. 143, κτλ. ― Παθ., συνείρεται τὸ [[ἐφεξῆς]], στενῶς σχετίζεται, ἀκολουθεῖ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 9, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 2. 10, 11· συνειρομένη [[πραγματεία]], συνεχὲς [[σύστημα]], 1. 5, 3. ΙΙ. ἐπὶ τρόπου ὁμιλίας, συχνάκι, ὡς [[ὀνειδισμός]], συν. λόγους ἀπνευστὶ (ἴδε ἐν λ. [[ἀπνευστί]]), Δημ. 328. 12· συνείρουσι μὲν τοὺς λόγους, ἴσασι δ’ οὐ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 3, 8· ὑπὸ τὴν ἀναπνοὴν ἑπτὰ καὶ [[πέντε]] στίχους σ., μὲ μίαν ἀναπνοήν, Πολύβ. 10. 47, 9· συν. λήρους Λουκ. Τίμ. 9, πρβλ. Νιγρ. 8, Διόνυσ. 7· ― ἀλλὰ καὶ [[ἁπλῶς]] ἐπὶ διηγήσεως λεπτομεροῦς, σ. καθ’ ἓν ἕκαστον Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 184· σ. τὰς ἑξῆς πράξεις Διόδ. 16. 76· τὴν κατηγορίαν Λουκ. Ἁλιεὺς 22· τὸ γνῶθι σεαυτὸν [[πολλάκις]] ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 2. 2. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ λόγου), συναρμολογῶ τὸν συλλογισμόν, ἐξακολουθῶ να ὁμιλῶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως, [[μετὰ]] μετοχ., συνεῖρον ἀπιόντες, δηλ. ἀπῆλθον χωρὶς νὰ σταθῶσί που, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6· σ. κινούμενος, συνεχῶς κινοῦμαι, ἐξακολουθῶ κινούμενος, Ἀριστ. Φυσ. 8. 8, 5· ― ἀπολ., εἶμαι συνεχὴς ἢ συνημμένος, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 16, 5, Μετεωρ. 2. 5, 17, π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 13, 11, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> συνεῖρον <i>et ao.</i> συνεῖρα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> lier ensemble, acc.;<br /><b>2</b> rattacher à ; <i>p. anal.</i> mettre à la suite l’un de l’autre, énumérer, répéter ; prononcer de suite, sans s’interrompre ; <i>avec ironie</i> débiter tout d’une haleine;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> faire une marche sans s’arrêter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἴρω]].
}}
}}