Anonymous

ἐπισκέπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισκέπτομαι''': ἐνεστ. ἐν χρήσει μόνον παρὰ μεταγ. συγγραφεῦσιν (ὡς παρὰ Ψευδο-Ἱππ., Μενάνδρῳ ἐν Ἀδήλ. 162), ἐξ οὗ παραλαμβάνονται οἱ λοιποὶ χρόνοι τοῦ ῥήματος [[ἐπισκοπέω]]· ἴδε [[σκέπτομαι]].
|lstext='''ἐπισκέπτομαι''': ἐνεστ. ἐν χρήσει μόνον παρὰ μεταγ. συγγραφεῦσιν (ὡς παρὰ Ψευδο-Ἱππ., Μενάνδρῳ ἐν Ἀδήλ. 162), ἐξ οὗ παραλαμβάνονται οἱ λοιποὶ χρόνοι τοῦ ῥήματος [[ἐπισκοπέω]]· ἴδε [[σκέπτομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> aller examiner <i>ou</i> visiter (un malade, un ami, <i>etc.</i>) ; porter secours à, acc.;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> examiner, observer, porter son examen sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκέπτομαι]].
}}
}}