Anonymous

ἐφευρίσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφευρίσκω''': Ἰων. [[ἐπευρίσκω]]: μέλλ. ἐφευρήσω: ἀόρ. ἐφηῦρον ἢ ἐφεῦρον, κτλ. Ἀνευρίσκω, [[εὑρίσκω]], εἴ που ἐφεύροι ἠιόνας λιμένας τε Ὀδ. Ε. 440, πρβλ. 417 (πρβλ. [[εὑρίσκω]] ἐν ἀρχ.), πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 266Α· - κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] μετοχ., ὅν δ’ αὖ… βοόωντα ἐφεύροι Ἰλ. Β. 98· δαινυμένους δ’ εὖ πάντας ἐφεύρομεν Ὀδ. Κ. 452· τὴν γ’ ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν, ἀνεκαλύψαμεν, συνελάβομεν αὐτὴν διαλύουσαν, Ω. 145, πρβλ. Σοφ. Ἡλ. 1093. Πλάτ. Πολιτικ. 307C: - [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., μὴ ἐφευρεθῇ πρήσσων Ἡρόδ. 9. 109· κλέπτων [[ὅταν]] τις... ἐφευρεθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 669· δρῶν ἐφευρίσκει (β΄ ἑνικ.) ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 938· ἐφηύρημαι κακός (δηλ. ὢν) ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1421, πρβλ. Ἀντ. 281· δειλὸς ὢν ἐφηυρέθης Εὐρ. Ἱκ. 319. 2) [[ἀνακαλύπτω]] [[προσέτι]], διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Τ. 158· τινί τι Παυσ. 3. 12, 10. 3) [[εἰσάγω]] [[προσέτι]], ὅσα δ’ ἂν ἐφευρίσκῃ τὰ τέλη Ξεν. Πόροι 4. 40. ΙΙ. ἐπινοῶ, ἐπὶ τεχνῶν, τέχνην Πινδ. Π. 12. 13 (καὶ ἐν τῷ μέσ., [[αὐτόθι]] 4. 466)· σοφῶς ἐφεῦρες [[ὥστε]] μὴ θανεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 699. 2) [[ἀνακαλύπτω]], [[εὑρίσκω]] τι ἄγνωστον, ἐφεῦρε δ’ ἄστρων μέτρα καὶ περιστροφὰς Σοφ. Ἀποσπ. 379. 8· χρόνου διατριβὰς [[αὐτόθι]] 380· πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 3.
|lstext='''ἐφευρίσκω''': Ἰων. [[ἐπευρίσκω]]: μέλλ. ἐφευρήσω: ἀόρ. ἐφηῦρον ἢ ἐφεῦρον, κτλ. Ἀνευρίσκω, [[εὑρίσκω]], εἴ που ἐφεύροι ἠιόνας λιμένας τε Ὀδ. Ε. 440, πρβλ. 417 (πρβλ. [[εὑρίσκω]] ἐν ἀρχ.), πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 266Α· - κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] μετοχ., ὅν δ’ αὖ… βοόωντα ἐφεύροι Ἰλ. Β. 98· δαινυμένους δ’ εὖ πάντας ἐφεύρομεν Ὀδ. Κ. 452· τὴν γ’ ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν, ἀνεκαλύψαμεν, συνελάβομεν αὐτὴν διαλύουσαν, Ω. 145, πρβλ. Σοφ. Ἡλ. 1093. Πλάτ. Πολιτικ. 307C: - [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., μὴ ἐφευρεθῇ πρήσσων Ἡρόδ. 9. 109· κλέπτων [[ὅταν]] τις... ἐφευρεθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 669· δρῶν ἐφευρίσκει (β΄ ἑνικ.) ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 938· ἐφηύρημαι κακός (δηλ. ὢν) ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1421, πρβλ. Ἀντ. 281· δειλὸς ὢν ἐφηυρέθης Εὐρ. Ἱκ. 319. 2) [[ἀνακαλύπτω]] [[προσέτι]], διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Τ. 158· τινί τι Παυσ. 3. 12, 10. 3) [[εἰσάγω]] [[προσέτι]], ὅσα δ’ ἂν ἐφευρίσκῃ τὰ τέλη Ξεν. Πόροι 4. 40. ΙΙ. ἐπινοῶ, ἐπὶ τεχνῶν, τέχνην Πινδ. Π. 12. 13 (καὶ ἐν τῷ μέσ., [[αὐτόθι]] 4. 466)· σοφῶς ἐφεῦρες [[ὥστε]] μὴ θανεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 699. 2) [[ἀνακαλύπτω]], [[εὑρίσκω]] τι ἄγνωστον, ἐφεῦρε δ’ ἄστρων μέτρα καὶ περιστροφὰς Σοφ. Ἀποσπ. 379. 8· χρόνου διατριβὰς [[αὐτόθι]] 380· πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐφευρήσω, <i>ao.2</i> ἐφεῦρον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> trouver, rencontrer, acc. : ὃν βοόωντα ἐφεύροι IL celui qu’il trouvait criant ; ἐφεύρημαι [[κακός]] SOPH j’ai été convaincu de malignité;<br /><b>2</b> inventer en outre ; <i>p. ext.</i> inventer, imaginer : ἐφ. [[ὥστε]] μὴ [[θανεῖν]] EUR un moyen d’échapper à la mort.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εὑρίσκω]].
}}
}}