Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λίχνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λίχνος''': -η, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, (√ΛΙΧ, [[λείχω]]) «λιχούδης», «λείξουρος», [[λαίμαργος]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 2, Πλάτ. Πολ. 354Β· λ. τὰ περὶ τὴν τροφὴν Κλείταρχ. παρ’ Ἀθην. 148Ε· - μεταφ., λ. τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 579Β· - [[λίχνος]], ὁ, [[λαίμαργος]] [[ἄνθρωπος]], Πολύβ. 3. 57, 7· - συγκρ. -ότερος, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 89Α· ὑπερθ. -ότατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 4, 1, 2) μεταφ., [[περίεργος]], Εὐρ. Ἱππ. 913· λ. [[ὄμμα]] Καλλ. Ἀποσπ. 107, Ἀνθ. Π. 12, 106· [[μετὰ]] γεν., [[περίεργος]] εἴς τι, τοῦ κεκρυμμένου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[πολυδάπανος]], [[ὀρεκτικός]], βρώματα Κλήμ. Ἀλ. 170 ζωὴ ὁ αὐτ. 169.
|lstext='''λίχνος''': -η, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, (√ΛΙΧ, [[λείχω]]) «λιχούδης», «λείξουρος», [[λαίμαργος]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 2, Πλάτ. Πολ. 354Β· λ. τὰ περὶ τὴν τροφὴν Κλείταρχ. παρ’ Ἀθην. 148Ε· - μεταφ., λ. τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 579Β· - [[λίχνος]], ὁ, [[λαίμαργος]] [[ἄνθρωπος]], Πολύβ. 3. 57, 7· - συγκρ. -ότερος, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 89Α· ὑπερθ. -ότατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 4, 1, 2) μεταφ., [[περίεργος]], Εὐρ. Ἱππ. 913· λ. [[ὄμμα]] Καλλ. Ἀποσπ. 107, Ἀνθ. Π. 12, 106· [[μετὰ]] γεν., [[περίεργος]] εἴς τι, τοῦ κεκρυμμένου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[πολυδάπανος]], [[ὀρεκτικός]], βρώματα Κλήμ. Ἀλ. 170 ζωὴ ὁ αὐτ. 169.
}}
{{bailly
|btext=η, <i>poét.</i> ος, ον :<br /><b>I.</b> gourmand, friand (<i>propr.</i> lécheur);<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> avide, qui convoite;<br /><b>2</b> curieux.<br />'''Étymologie:''' R. Λιχ, lécher ; v. [[λείχω]].
}}
}}