Anonymous

διαβολή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβολή''': ἡ, ([[διαβάλλω]])· [[ψευδὴς]] [[κατηγορία]], [[συκοφαντία]], Λατ. calumnia, Ἐπίχ. 122 Ahr.· ἐπὶ διαβολῇ εἰπεῖν Ἡρόδ. 3. 66, 73· δ. λόγου Θουκ. 8. 91· διαβολὰς ἐνδέχεσθαι, προσίεσθαι, [[παρέχω]] ἀκρόασιν εἰς αὐτάς, Ἡρόδ. 3. 80., 6. 123· δ. ἔχειν ὡς…, λέγεται ψευδῶς ἐν συκοφαντίᾳ ὅτι…, Ἰσοκρ. 184C· ἐν διαβολῇ καθεστηκέναι, γενέσθαι Λυσ. 171. 31, κτλ.· διαλύσειν τὴν διαβολήν, τὴν [[κατηγορία]] ἥτις (κατὰ τὸν ἰσχυρισμόν του) ἦτο ψευδής, Θουκ. 1. 131· διαβολαῖς ταῖς ἐμαῖς, μὲ τὰς κατηγορίας ὅσας [[φέρω]], Εὐρ. Ἀνδρ. 1005 (ἴδε [[κλέπτω]] ΙΙΙ)· [[ἀλλά]], ἡ ἐμὴ δ., αἱ [[ἐναντίον]] μου συκοφαντίαι, Πλάτ. Ἀπολ. 19Β· οὕτω, δ. εἰς ἐμὲ Ἀνδοκ. 5. 11· κατά τινος Πλούτ. Θεμ. 4· δ. ποιεῖν, ἀντίθ. δ. διαλύειν ἢ λύειν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 7, πρβλ. 15, 1 κἑξ. 2) [[κατηγορία]], Εὐριπ. Ἀνδρ. 1005, Ἰσοκρ. 5Β, Πολύβ. 5. 86, 7. ΙΙ. [[ἔρις]], ἐχθρότης (πρβλ. [[διαβάλλω]] ΙΙΙ), κατὰ τὰς ἰδίας δ Θουκ. 6. 65· ἡ [[πρός]] τινα δ. Πλούτ. 2. 479Β· ἡ πρὸς τι δ., ἡ [[ἀπέχθεια]] [[πρός]] τι, τὸ μὴ ἀρέσκεσθαι εἴς τι, ὁ αὐτ. 110Α, κτλ. ΙΙΙ [[ὡσαύτως]], [[ἐξαπάτησις]], [[δόλος]], Σχόλ, εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 373.
|lstext='''διαβολή''': ἡ, ([[διαβάλλω]])· [[ψευδὴς]] [[κατηγορία]], [[συκοφαντία]], Λατ. calumnia, Ἐπίχ. 122 Ahr.· ἐπὶ διαβολῇ εἰπεῖν Ἡρόδ. 3. 66, 73· δ. λόγου Θουκ. 8. 91· διαβολὰς ἐνδέχεσθαι, προσίεσθαι, [[παρέχω]] ἀκρόασιν εἰς αὐτάς, Ἡρόδ. 3. 80., 6. 123· δ. ἔχειν ὡς…, λέγεται ψευδῶς ἐν συκοφαντίᾳ ὅτι…, Ἰσοκρ. 184C· ἐν διαβολῇ καθεστηκέναι, γενέσθαι Λυσ. 171. 31, κτλ.· διαλύσειν τὴν διαβολήν, τὴν [[κατηγορία]] ἥτις (κατὰ τὸν ἰσχυρισμόν του) ἦτο ψευδής, Θουκ. 1. 131· διαβολαῖς ταῖς ἐμαῖς, μὲ τὰς κατηγορίας ὅσας [[φέρω]], Εὐρ. Ἀνδρ. 1005 (ἴδε [[κλέπτω]] ΙΙΙ)· [[ἀλλά]], ἡ ἐμὴ δ., αἱ [[ἐναντίον]] μου συκοφαντίαι, Πλάτ. Ἀπολ. 19Β· οὕτω, δ. εἰς ἐμὲ Ἀνδοκ. 5. 11· κατά τινος Πλούτ. Θεμ. 4· δ. ποιεῖν, ἀντίθ. δ. διαλύειν ἢ λύειν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 7, πρβλ. 15, 1 κἑξ. 2) [[κατηγορία]], Εὐριπ. Ἀνδρ. 1005, Ἰσοκρ. 5Β, Πολύβ. 5. 86, 7. ΙΙ. [[ἔρις]], ἐχθρότης (πρβλ. [[διαβάλλω]] ΙΙΙ), κατὰ τὰς ἰδίας δ Θουκ. 6. 65· ἡ [[πρός]] τινα δ. Πλούτ. 2. 479Β· ἡ πρὸς τι δ., ἡ [[ἀπέχθεια]] [[πρός]] τι, τὸ μὴ ἀρέσκεσθαι εἴς τι, ὁ αὐτ. 110Α, κτλ. ΙΙΙ [[ὡσαύτως]], [[ἐξαπάτησις]], [[δόλος]], Σχόλ, εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 373.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> division, <i>d’où</i><br /><b>1</b> brouille, inimitié;<br /><b>2</b> aversion, répugnance;<br /><b>3</b> appréhension, crainte;<br /><b>II.</b> accusation, <i>particul.</i><br /><b>1</b> accusation (fondée);<br /><b>2</b> fausse accusation, calomnie : ἡ ἐμὴ [[διαβολή]] PLAT la fausse accusation dirigée contre moi.<br />'''Étymologie:''' [[διαβάλλω]].
}}
}}