3,277,172
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰλᾰκός''': -ή, -όν, ἴδε ἐν τέλ.)· - ὡς καὶ νῦν, [[μαλακός]], ἀντίθετ. τῷ [[σκληρός]]. Ι. ἐπὶ πραγμάτων ὑποκειμένων εἰς τὴν ἁφήν, [[εὐνή]], [[κῶας]], [[τάπης]], [[χιτών]], [[πέπλος]] Ὅμ.· μ. [[νειός]], νεωστὶ ἀροθὲν [[χωράφιον]], «νειάμα», Ἰλ. Σ. 541· μ. [[λειμών]], [[μαλακός]], [[ποώδης]] [[λειμών]], Ὀδ. Ε. 72, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 349· τάπητες... μαλακώτεροι ὕπνω Θεόκρ. 15. 125· ἐπὶ τῆς ἐπιδερμίδος ἢ τῆς σαρκός, μ. παρειαὶ Σοφ. Ἀντ. 783· χρὼς Εὐρ. Μήδ. 1403· σώματα Ξεν. Ἀπομνημ. 3. 10, 1· - πρόβατα μ., ἔχοντα μαλακὰ ἔρια, Δημ. 1154. 4· - τόποι πεδινοὶ καὶ μ., κατ’ ἀντίθεσ. πρὸς τὸ ὀρεινὸν καὶ πετρῶδες [[ἔδαφος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 1· οἱ κρημνοὶ οἱ μ. [[αὐτόθι]] 9. 13, 3· - μ. ὕδατα, ἐπὶ λιμναζόντων ὑδάτων, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192, Πλάτ. Τίμ. 59D· [[οὕτως]] ἐπὶ ἐδάφους, Αἰσχύλ. Ἀγ. 95· - οὕτω καὶ ἐν τῷ Ἐπιρρ., καθίζου μαλακῶς, «κάθισε μαλακά», δηλ. ἐπὶ προσκεφαλαίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 785· ὑποστορεῖτε μαλακῶς τῷ κυνὶ Εὔβουλ. ἐν «Πρόκριδι» 1· πρβλ. μαλθακὸς Ι. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων μὴ ὑποκειμένων εἰς ἁφήν, [[μαλακός]], πρᾷος, [[ἥσυχος]], [[θάνατος]], [[ὕπνος]], [[κῶμα]] Ὅμ.· οὕτω, μαλακῶς εὕδειν, ἐνεύδειν, ἡσύχως κοιμᾶσθαι, Ὀδ. Γ. 350., Ω. 255· μαλακώτατα καθεύδειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· μ. ἔπεα, λόγοι, ἤπιοι λόγοι, Ἰλ. Α. 582., Ζ. 337, Ὀδ. Α. 56, κτλ.· ἐπαοιδαὶ Πινδ. Π. 3. 92· παρηγορίαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 95· αὖραι Ξεν. Οἰκ. 20, 18· μ. [[βλέμμα]], τρυφερόν, νεανικὸν [[βλέμμα]], Ἀριστοφ. Πλ. 1022· μαλακὰ φρονέων ἐσλοῖς Πινδ. Ν. 4. 155· μ. [[οἶνος]], [[γλυκύς]], [[ἤπιος]], Ἀριστ. Προβλ. 3. 18· μ. [[ψόφος]], [[ἥσυχος]], ὁ αὐτ. περὶ Ἀκουστ. 44· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., μαλακῶς αὐλεῖν [[αὐτόθι]] 48· τὰ σκληρὰ μ. λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 7, 10. 2) [[ἐλαφρός]], [[ὀλίγος]], μαλακώτεραι ζημίαι Θουκ. 3. 45. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, τρόπων τοῦ βίου καὶ [[αὐτοῦ]] τοῦ βίου, [[ἥσυχος]], [[ἤπιος]], πρᾷος, [[εὔκολος]], μὴ παρέχων ἀντίστασιν, μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι, ἡμερώτερος ψηλαφᾶσθαι, ἐπὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Χ. 373· ἐκ μαλακῶν χωρῶν μαλακοὺς ἄνδρας γενέσθαι Ἡρόδ. 9. 112· τὸ τῆς ψυχῆς [[ἦθος]] μαλακώτερον ἐκ σκληροτέρου Πλάτ. Νόμ. 666Β· ἀρνίου μαλακώτερος Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 7· μ. τὸ [[ἦθος]] τῶν θηλειῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 3· ὀλιγαρχίαι μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 3, 8. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[μαλακός]], ὑποχωρῶν, [[ἐνδοτικός]], [[ἀμελής]], μ. ἐν τῇ ξυναγωγῇ τοῦ πολέμου Θουκ. 2. 18· μ. ἦν περὶ τοῦ μισθοῦ ὁ αὐτ. 8. 29· πρὸς τὸ πονεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 2· καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., μαλακῶς ξυμμαχεῖν Θουκ. 6. 78· μαλακωτέρως ἀνθήπτετο, προσέβαλλεν αὐτὸν οὐχὶ ἐρρωμένως, ὁ αὐτ. 8. 50· μ. φιλεῖν Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10. β) ἔχων μαλακὴν καρδίαν, ἄτολμος, [[δειλός]], Θουκ. 6. 13, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5. 16, κτλ. γ) ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὑποφέρῃ κόπους, ἀντίθετ. τῷ [[καρτερικός]], Ἡρόδ. 7.153, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 7. 4., 4, κ. ἀλλ.· μετ’ ἀπαρεμφ., μαλακὸς καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Πλάτ. Πολ. 556Β· τὸ τρυφῶν καὶ [[μαλακὸν]] Ἀριστοφ. Σφ. 1455· [[μαλακὸν]] οὐδὲν ἐνδιδόναι, μὴ ὑποχωρεῖν [[ἕνεκα]] ἀδυναμίας, ἢ ἐλλείψεως θάρρους, [[μηδόλως]] ὑποχωρεῖν, Ἡρόδ. 3. 51, 105, Ἀριστοφ. Πλ. 488· ([[ἀλλά]], μαλθακόν τι ἐνδ., [[παρέχω]] σημεῖα ὑποχωρήσεως, πραΰνσεως, Εὐρ. Ἠλ. 508)· - τὰ μαλακά, αἱ τρυφαί, Ἐπίχ. 121 Ahr., πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 2, 28. - Ἐπὶ αἰσχρᾶς πράξ.: δ) = [[κίναιδος]], Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. Α΄, ϛʹ, 9, Ὠριγ. ΙΙΙ, 393Β, Ἰω. Χρυσ. IX, 446Α, κτλ. ε) ὁ δεφόμενος, μαλακιζόμενος, Στουδίτ. 1753C. ζ) ἐπὶ μουσικῆς, μαλακή, ἐκτεθηλυμμένη, Πλάτ. Πολ. 398Ε, 411Α· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σύντονος]], Μουσ. Συγγρ. η) ἐπὶ συλλογισμοῦ, [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], [[χαλαρός]], [[λόγος]] Ἰσοκρ. 233C, πρβλ. 112Β· - Ἐπίρρ., μαλακῶς συλλογίζεσθαι, σχηματίζειν συλλογισμὸν χαλαρόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 10· ἀποδεικνύειν μαλακώτερον ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 2, πρβλ. 13. 3. 7. 3) [[ἀδύνατος]], [[ἀσθενικός]], μαλακῶς ἔχω, εἶμαι [[ἀσθενής]], Βίος Ὁμ. 34, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 9. 1· πρβλ. μαλακίζω ἐν τέλ., καὶ ἴδε Λοβ. Φρύν. 389. IV. Ἐπίρρ. ἴδε ἀνωτ. Ι, ΙΙΙ. (Πρβλ. [[μαλθακός]], ἀμαλός, μαλάσσω, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[βλάξ]], βληχρός, ἀβληχρὸς (μεταβαλλομένου τοῦ μαλ- εἰς βλα-, ὡς τὸ μορτὸς γίνεται βροτός, ἴδε Μ μ. ΙΙ. 2) πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[μῶλυς]], Λατ. mollis, καὶ [[ἴσως]] mulceo, ἂν καὶ περὶ τούτου ἀμφισβητεῖ ὁ Corssen). | |lstext='''μᾰλᾰκός''': -ή, -όν, ἴδε ἐν τέλ.)· - ὡς καὶ νῦν, [[μαλακός]], ἀντίθετ. τῷ [[σκληρός]]. Ι. ἐπὶ πραγμάτων ὑποκειμένων εἰς τὴν ἁφήν, [[εὐνή]], [[κῶας]], [[τάπης]], [[χιτών]], [[πέπλος]] Ὅμ.· μ. [[νειός]], νεωστὶ ἀροθὲν [[χωράφιον]], «νειάμα», Ἰλ. Σ. 541· μ. [[λειμών]], [[μαλακός]], [[ποώδης]] [[λειμών]], Ὀδ. Ε. 72, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 349· τάπητες... μαλακώτεροι ὕπνω Θεόκρ. 15. 125· ἐπὶ τῆς ἐπιδερμίδος ἢ τῆς σαρκός, μ. παρειαὶ Σοφ. Ἀντ. 783· χρὼς Εὐρ. Μήδ. 1403· σώματα Ξεν. Ἀπομνημ. 3. 10, 1· - πρόβατα μ., ἔχοντα μαλακὰ ἔρια, Δημ. 1154. 4· - τόποι πεδινοὶ καὶ μ., κατ’ ἀντίθεσ. πρὸς τὸ ὀρεινὸν καὶ πετρῶδες [[ἔδαφος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 1· οἱ κρημνοὶ οἱ μ. [[αὐτόθι]] 9. 13, 3· - μ. ὕδατα, ἐπὶ λιμναζόντων ὑδάτων, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192, Πλάτ. Τίμ. 59D· [[οὕτως]] ἐπὶ ἐδάφους, Αἰσχύλ. Ἀγ. 95· - οὕτω καὶ ἐν τῷ Ἐπιρρ., καθίζου μαλακῶς, «κάθισε μαλακά», δηλ. ἐπὶ προσκεφαλαίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 785· ὑποστορεῖτε μαλακῶς τῷ κυνὶ Εὔβουλ. ἐν «Πρόκριδι» 1· πρβλ. μαλθακὸς Ι. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων μὴ ὑποκειμένων εἰς ἁφήν, [[μαλακός]], πρᾷος, [[ἥσυχος]], [[θάνατος]], [[ὕπνος]], [[κῶμα]] Ὅμ.· οὕτω, μαλακῶς εὕδειν, ἐνεύδειν, ἡσύχως κοιμᾶσθαι, Ὀδ. Γ. 350., Ω. 255· μαλακώτατα καθεύδειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24· μ. ἔπεα, λόγοι, ἤπιοι λόγοι, Ἰλ. Α. 582., Ζ. 337, Ὀδ. Α. 56, κτλ.· ἐπαοιδαὶ Πινδ. Π. 3. 92· παρηγορίαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 95· αὖραι Ξεν. Οἰκ. 20, 18· μ. [[βλέμμα]], τρυφερόν, νεανικὸν [[βλέμμα]], Ἀριστοφ. Πλ. 1022· μαλακὰ φρονέων ἐσλοῖς Πινδ. Ν. 4. 155· μ. [[οἶνος]], [[γλυκύς]], [[ἤπιος]], Ἀριστ. Προβλ. 3. 18· μ. [[ψόφος]], [[ἥσυχος]], ὁ αὐτ. περὶ Ἀκουστ. 44· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., μαλακῶς αὐλεῖν [[αὐτόθι]] 48· τὰ σκληρὰ μ. λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 7, 10. 2) [[ἐλαφρός]], [[ὀλίγος]], μαλακώτεραι ζημίαι Θουκ. 3. 45. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, τρόπων τοῦ βίου καὶ [[αὐτοῦ]] τοῦ βίου, [[ἥσυχος]], [[ἤπιος]], πρᾷος, [[εὔκολος]], μὴ παρέχων ἀντίστασιν, μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι, ἡμερώτερος ψηλαφᾶσθαι, ἐπὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Χ. 373· ἐκ μαλακῶν χωρῶν μαλακοὺς ἄνδρας γενέσθαι Ἡρόδ. 9. 112· τὸ τῆς ψυχῆς [[ἦθος]] μαλακώτερον ἐκ σκληροτέρου Πλάτ. Νόμ. 666Β· ἀρνίου μαλακώτερος Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 7· μ. τὸ [[ἦθος]] τῶν θηλειῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 3· ὀλιγαρχίαι μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 3, 8. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[μαλακός]], ὑποχωρῶν, [[ἐνδοτικός]], [[ἀμελής]], μ. ἐν τῇ ξυναγωγῇ τοῦ πολέμου Θουκ. 2. 18· μ. ἦν περὶ τοῦ μισθοῦ ὁ αὐτ. 8. 29· πρὸς τὸ πονεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 2· καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., μαλακῶς ξυμμαχεῖν Θουκ. 6. 78· μαλακωτέρως ἀνθήπτετο, προσέβαλλεν αὐτὸν οὐχὶ ἐρρωμένως, ὁ αὐτ. 8. 50· μ. φιλεῖν Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10. β) ἔχων μαλακὴν καρδίαν, ἄτολμος, [[δειλός]], Θουκ. 6. 13, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5. 16, κτλ. γ) ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὑποφέρῃ κόπους, ἀντίθετ. τῷ [[καρτερικός]], Ἡρόδ. 7.153, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 7. 4., 4, κ. ἀλλ.· μετ’ ἀπαρεμφ., μαλακὸς καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Πλάτ. Πολ. 556Β· τὸ τρυφῶν καὶ [[μαλακὸν]] Ἀριστοφ. Σφ. 1455· [[μαλακὸν]] οὐδὲν ἐνδιδόναι, μὴ ὑποχωρεῖν [[ἕνεκα]] ἀδυναμίας, ἢ ἐλλείψεως θάρρους, [[μηδόλως]] ὑποχωρεῖν, Ἡρόδ. 3. 51, 105, Ἀριστοφ. Πλ. 488· ([[ἀλλά]], μαλθακόν τι ἐνδ., [[παρέχω]] σημεῖα ὑποχωρήσεως, πραΰνσεως, Εὐρ. Ἠλ. 508)· - τὰ μαλακά, αἱ τρυφαί, Ἐπίχ. 121 Ahr., πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 2, 28. - Ἐπὶ αἰσχρᾶς πράξ.: δ) = [[κίναιδος]], Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. Α΄, ϛʹ, 9, Ὠριγ. ΙΙΙ, 393Β, Ἰω. Χρυσ. IX, 446Α, κτλ. ε) ὁ δεφόμενος, μαλακιζόμενος, Στουδίτ. 1753C. ζ) ἐπὶ μουσικῆς, μαλακή, ἐκτεθηλυμμένη, Πλάτ. Πολ. 398Ε, 411Α· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σύντονος]], Μουσ. Συγγρ. η) ἐπὶ συλλογισμοῦ, [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], [[χαλαρός]], [[λόγος]] Ἰσοκρ. 233C, πρβλ. 112Β· - Ἐπίρρ., μαλακῶς συλλογίζεσθαι, σχηματίζειν συλλογισμὸν χαλαρόν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 10· ἀποδεικνύειν μαλακώτερον ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 2, πρβλ. 13. 3. 7. 3) [[ἀδύνατος]], [[ἀσθενικός]], μαλακῶς ἔχω, εἶμαι [[ἀσθενής]], Βίος Ὁμ. 34, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 9. 1· πρβλ. μαλακίζω ἐν τέλ., καὶ ἴδε Λοβ. Φρύν. 389. IV. Ἐπίρρ. ἴδε ἀνωτ. Ι, ΙΙΙ. (Πρβλ. [[μαλθακός]], ἀμαλός, μαλάσσω, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[βλάξ]], βληχρός, ἀβληχρὸς (μεταβαλλομένου τοῦ μαλ- εἰς βλα-, ὡς τὸ μορτὸς γίνεται βροτός, ἴδε Μ μ. ΙΙ. 2) πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[μῶλυς]], Λατ. mollis, καὶ [[ἴσως]] mulceo, ἂν καὶ περὶ τούτου ἀμφισβητεῖ ὁ Corssen). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> mou :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> : μαλακὴ [[νειός]] IL champ fraîchement labouré;<br /><b>2</b> mou, moelleux : μαλακὸς [[λειμών]] OD prairie <i>ou</i> gazon moelleux ; <i>en parl. de la peau</i> doux, tendre, délicat;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> doux, agréable : αὖραι μαλακαί XÉN brises douces ; μαλακὸς [[θάνατος]] OD mort douce ; μαλακὸς [[ὕπνος]] IL sommeil qui détend ; μαλακὰ ἔπεα, μαλακοὶ λόγοι, <i>etc.</i> IL, OD douces paroles, <i>etc. ; en parl. de pers.</i> : μαλακώτερος [[ἀμφαφάασθαι]] IL plus facile à toucher <i>en parl. d’Hector étendu mort</i> ; [[ἐκ]] μαλακῶν [[χωρῶν]] μαλακοὺς ἄνδρας [[γενέσθαι]] HDT des régions où le climat est mou naissent des hommes mous;<br /><b>2</b> facile, complaisant : μαλακαὶ ζημίαι THC peines indulgentes;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> mou, sans vigueur : μαλακὸς [[ἐν]] [[τῇ]] ξυναγωγῇ [[τοῦ]] πολέμου THC mou pour réunir les alliés et diriger la guerre ; μαλακὸς πρὸς τὸ πονεῖν XÉN sans résistance contre la fatigue ; μαλακὸς [[περί]] τινος, faible au sujet de qch ; οὐδὲν μαλακὸν ἐνδιδόναι HDT ne pas s’abandonner ; τὰ μαλακά XÉN complaisances;<br /><i>Cp.</i> μαλακώτερος. <i>Sp.</i> μαλακώτατος.<br />'''Étymologie:''' R. Μαλ, être mou ; cf. <i>lat.</i> mollis. | |||
}} | }} |