Anonymous

κατακάμπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακάμπτω''': [[κάμπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ὥστε]] να σχηματίσω [[κοίλωμα]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀντίθετον τῷ ἐξ ὀρθοῦ, Πλάτ. Τίμ. 71C· εἰς κύκλον [[αὐτόθι]] 36Β· κ. τὰς [[στροφάς]], ἴδε ἐν λ. στροφὴ Ι. 3. - Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνακάμπτομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. - βλαστοὶ κατακεκαμμένοι, ἀντίθ. ὀρθοί, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8. ΙΙ. [[καλύπτω]] διὰ θόλου, ὑπόνομοι συνόμῳ λίθῳ κατακαμφθέντες Στράβ. 235. ΙΙΙ. μεταφ., κ. ἐλπίδας, [[κάμπτω]], [[καταστρέφω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἐξαφανίζω]] ἐλπίδας, Εὐρ. Τρῳ. 1252 (κ. ἀλλ. κατέκναψε ἢ -γναψε). - Παθ., κάμπτομαι (διὰ δεήσεως), συγκινοῦμαι, Αἰσχίν. 26, 33.
|lstext='''κατακάμπτω''': [[κάμπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[ὥστε]] να σχηματίσω [[κοίλωμα]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀντίθετον τῷ ἐξ ὀρθοῦ, Πλάτ. Τίμ. 71C· εἰς κύκλον [[αὐτόθι]] 36Β· κ. τὰς [[στροφάς]], ἴδε ἐν λ. στροφὴ Ι. 3. - Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνακάμπτομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. - βλαστοὶ κατακεκαμμένοι, ἀντίθ. ὀρθοί, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8. ΙΙ. [[καλύπτω]] διὰ θόλου, ὑπόνομοι συνόμῳ λίθῳ κατακαμφθέντες Στράβ. 235. ΙΙΙ. μεταφ., κ. ἐλπίδας, [[κάμπτω]], [[καταστρέφω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἐξαφανίζω]] ἐλπίδας, Εὐρ. Τρῳ. 1252 (κ. ἀλλ. κατέκναψε ἢ -γναψε). - Παθ., κάμπτομαι (διὰ δεήσεως), συγκινοῦμαι, Αἰσχίν. 26, 33.
}}
{{bailly
|btext=courber, plier, infléchir ; <i>Pass.</i> se laisser fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κάμπτω]].
}}
}}