Anonymous

μάρπτις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάρπτις''': -ιος, ὁ, ὁ βιαίως μάρπτων, ἁρπάζων, ἅρπαξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 826· ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[μάρπτις]]· [[ὑβριστής]]»· πρότερον ἐγράφετο [[ἡμαρτημένως]]: μάρπτυς ἢ μαρπτύς.
|lstext='''μάρπτις''': -ιος, ὁ, ὁ βιαίως μάρπτων, ἁρπάζων, ἅρπαξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 826· ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[μάρπτις]]· [[ὑβριστής]]»· πρότερον ἐγράφετο [[ἡμαρτημένως]]: μάρπτυς ἢ μαρπτύς.
}}
{{bailly
|btext=ιος (ὁ) :<br />ravisseur.<br />'''Étymologie:''' [[μάρπτω]].
}}
}}