Anonymous

ὕδερος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕδερος''': ὁ, ([[ὕδωρ]]) ὡς τὸ [[ὕδρωψ]], Ἱππ. 543. 55., 544. 34, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8, 1, κτλ.· ὑδέρῳ νοσήματι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 444. ΙΙΙ. [[ὕδερος]] εἰς ἀμίδα, ἡ [[νόσος]] [[διαβήτης]], Ἰατρ.· πρβλ. τὸν τύπον ὑδεροῦς, ὁ, [[ὅστις]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιανῷ (σ. 372), ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ ἐν τῷ Ἱπποκρατείῳ κειμένῳ.
|lstext='''ὕδερος''': ὁ, ([[ὕδωρ]]) ὡς τὸ [[ὕδρωψ]], Ἱππ. 543. 55., 544. 34, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8, 1, κτλ.· ὑδέρῳ νοσήματι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 444. ΙΙΙ. [[ὕδερος]] εἰς ἀμίδα, ἡ [[νόσος]] [[διαβήτης]], Ἰατρ.· πρβλ. τὸν τύπον ὑδεροῦς, ὁ, [[ὅστις]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιανῷ (σ. 372), ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ ἐν τῷ Ἱπποκρατείῳ κειμένῳ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />hydropisie.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
}}
}}