3,277,226
edits
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕδερος''': ὁ, ([[ὕδωρ]]) ὡς τὸ [[ὕδρωψ]], Ἱππ. 543. 55., 544. 34, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8, 1, κτλ.· ὑδέρῳ νοσήματι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 444. ΙΙΙ. [[ὕδερος]] εἰς ἀμίδα, ἡ [[νόσος]] [[διαβήτης]], Ἰατρ.· πρβλ. τὸν τύπον ὑδεροῦς, ὁ, [[ὅστις]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιανῷ (σ. 372), ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ ἐν τῷ Ἱπποκρατείῳ κειμένῳ. | |lstext='''ὕδερος''': ὁ, ([[ὕδωρ]]) ὡς τὸ [[ὕδρωψ]], Ἱππ. 543. 55., 544. 34, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 8, 1, κτλ.· ὑδέρῳ νοσήματι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 444. ΙΙΙ. [[ὕδερος]] εἰς ἀμίδα, ἡ [[νόσος]] [[διαβήτης]], Ἰατρ.· πρβλ. τὸν τύπον ὑδεροῦς, ὁ, [[ὅστις]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιανῷ (σ. 372), ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ ἐν τῷ Ἱπποκρατείῳ κειμένῳ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />hydropisie.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]]. | |||
}} | }} |