Anonymous

ἄκνισος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκνῑσος''': -ον, ([[κνῖσα]]) = [[ἄνευ]] κνίσης, [[ἤτοι]] [[ἄνευ]] τοῦ πάχους τῶν θυμάτων, [[βωμός]], Ἀνθ. Π. 10. 7· [[οὕτως]] ὁ Κόβητος διορθοῖ, βωμοῖσι παρ’ ἀκνίσοισι ἐν Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 6. 2) [[ἰσχνός]], [[ἀδύνατος]], ἐπὶ προσώπων, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 6· ἐπὶ ἐδέσματος, Πλουτ. 2. 123Β.
|lstext='''ἄκνῑσος''': -ον, ([[κνῖσα]]) = [[ἄνευ]] κνίσης, [[ἤτοι]] [[ἄνευ]] τοῦ πάχους τῶν θυμάτων, [[βωμός]], Ἀνθ. Π. 10. 7· [[οὕτως]] ὁ Κόβητος διορθοῖ, βωμοῖσι παρ’ ἀκνίσοισι ἐν Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 6. 2) [[ἰσχνός]], [[ἀδύνατος]], ἐπὶ προσώπων, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 6· ἐπὶ ἐδέσματος, Πλουτ. 2. 123Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans graisse, non gras, maigre.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κνῖσα]].
}}
}}