Anonymous

στόνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στόνος''': ὁ, ([[στένω]]) [[στεναγμός]], [[γογγυσμός]], [[θρῆνος]], Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Ἰλ. Δ. 445· [[αἷμα]] καὶ [[ἀργαλέος]] στ. ἀνδρῶν Τ. 214· τῶν δὲ στέρνων ὤρνυτ’ [[ἀεικής]] Κ. 483, Ὀδ. Χ. 308· στόνον.. ἄκουσα κτεινομένων Ψ. 40· διήκει δὲ καὶ πόλιν στ. Αἰσχύλ. Θήβ. 900· στόνον [[σαυτοῦ]] ποιεῖς Σοφ. Φιλ. 752· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 146· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, στόνῳ… βρέμουσιν ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592· - σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Θουκ. 7. 71.
|lstext='''στόνος''': ὁ, ([[στένω]]) [[στεναγμός]], [[γογγυσμός]], [[θρῆνος]], Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Ἰλ. Δ. 445· [[αἷμα]] καὶ [[ἀργαλέος]] στ. ἀνδρῶν Τ. 214· τῶν δὲ στέρνων ὤρνυτ’ [[ἀεικής]] Κ. 483, Ὀδ. Χ. 308· στόνον.. ἄκουσα κτεινομένων Ψ. 40· διήκει δὲ καὶ πόλιν στ. Αἰσχύλ. Θήβ. 900· στόνον [[σαυτοῦ]] ποιεῖς Σοφ. Φιλ. 752· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 146· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, στόνῳ… βρέμουσιν ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592· - σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Θουκ. 7. 71.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />gémissement ; <i>qqf en parl. du</i> bruit de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[στένω]].
}}
}}