Anonymous

προτείχισμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προτείχισμα''': τὸ, ἐξωτερικὸν [[τείχισμα]], [[ὀχύρωμα]], [[προμαχών]], Θουκ. 4. 90., 6. 100, Πολύβ. 2. 69, 6, κτλ.
|lstext='''προτείχισμα''': τὸ, ἐξωτερικὸν [[τείχισμα]], [[ὀχύρωμα]], [[προμαχών]], Θουκ. 4. 90., 6. 100, Πολύβ. 2. 69, 6, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />fortification devant un mur, rempart.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τειχίζω]].
}}
}}