Anonymous

αὐτεξούσιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτεξούσιος''': -ον, αὐτὸς [[ἑαυτοῦ]] [[κύριος]], [[ἐλεύθερος]], Ἀρρ. Ἐπίκ. 4. 1, 62· ἐπὶ αἰχμαλώτων, ὁ ἀπολυθεὶς ἂνευ ὃρων, Διόδ. 14. 105· ― τὸ αὐτεξούσιον, μὴ τῷ αὐτεξουσίῳ εἰς [[δέον]] κεχρημένων Βαρβ. 49. Ἐπίρρ. -ως Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 13, 5.
|lstext='''αὐτεξούσιος''': -ον, αὐτὸς [[ἑαυτοῦ]] [[κύριος]], [[ἐλεύθερος]], Ἀρρ. Ἐπίκ. 4. 1, 62· ἐπὶ αἰχμαλώτων, ὁ ἀπολυθεὶς ἂνευ ὃρων, Διόδ. 14. 105· ― τὸ αὐτεξούσιον, μὴ τῷ αὐτεξουσίῳ εἰς [[δέον]] κεχρημένων Βαρβ. 49. Ἐπίρρ. -ως Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 13, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />maître de soi, libre, indépendant ; τὸ αὐτεξούσιον BABR indépendance.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἐξουσία]].
}}
}}