Anonymous

δυσπάλαμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπάλᾰμος''': -ον, δυσκαταπάλαιστος, δυσκατάβλητος, δυσκατανίκητος, ὡς τὸ [[ἀπάλαμος]], δόλοι θεῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 846. ΙΙ. [[ἀδαής]], [[ἀδέξιος]], [[περί]] τι Τζέτζ. - Ἐπίρρ. δυσπαλάμως ὀλέσθαι, [[ἄνευ]] ἐλπίδος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 867.
|lstext='''δυσπάλᾰμος''': -ον, δυσκαταπάλαιστος, δυσκατάβλητος, δυσκατανίκητος, ὡς τὸ [[ἀπάλαμος]], δόλοι θεῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 846. ΙΙ. [[ἀδαής]], [[ἀδέξιος]], [[περί]] τι Τζέτζ. - Ἐπίρρ. δυσπαλάμως ὀλέσθαι, [[ἄνευ]] ἐλπίδος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 867.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />irrésistible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[παλάμη]].
}}
}}