Anonymous

ἐκλύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκλύω''': μέλλ. -ύσω, ῡ, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] λύω· λύω, [[ἀπολύω]], ἀφίνω ἐλεύθερον, ἐλευθερῶ, [[ἀπαλλάσσω]], πόνων Αἰσχύλ. Πρ. 326, πρβλ. Σοφ. Τρ. 654: - Παθ., ἀπελευθεροῦμαι, ἐκ δεσμῶν Πλάτ. Φαίδων 67D: - Μέσ. ἐλευθερῶ, λυτρώνω, [[προφυλάσσω]] τινὰ ἐκ κακοῦ τινος, ἀλλ’ ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ [[σαώσω]] Ὀδ. Κ. 286, πρβλ. Θέογν. 1339, κτλ.· τοῦ φόβου σ’ ἐξελυσάμην Σοφ. Ο. Τ. 1003· θανάτου νιν ἐκλύσασθε Εὐρ. Ἀνδρ. 818· ἐξελυσάμην βροτοὺς τὸ μὴ [[μολεῖν]] Αἰσχύλ. Πρ. 235: μόνον μετ’ αἰτιατ. προσ., ἐξελύσαντο τοὺς Ἀργείους Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 25· ἀπολ. ἐξελυσάμην, ἀπελύτρωσα αὐτὸν ἐκ κινδύνου, Σοφ. Αἴ. 531. ΙΙ. λύω ἐντελῶς, ἐκλ. τόξα, λύω τὴν νευρὰν τόξου, Ἡρόδ. 2. 173· ἐκλ. ἁρμοὺς Εὐρ. Ἱππ. 809· σκαιὸν ἐκλύσων [[στόμα]] Σοφ. Αἴ. 1225. 2) [[φέρω]] τι εἰς [[πέρας]], ἐξέλυσας... σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμὸν ὁ αὐτ. Ο. Τ. 35· μόχθον Εὐρ. Φοίν. 695· ἔριν καὶ φιλονικίαν Δημ. 114. 7: - καὶ ἐν τῷ μέσ., ἐκλύσασθαι τὰς παρασκευὰς ὁ αὐτ. 234. 2. 3) χαλαρώνω, ἐξασθενῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, ἐν τέλει: - Παθ., λιποψυχῶ, χάνω τὸ θάρρος μου, παραλύομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἰσοκρ. 322Α, Δημ. 411. 5, κτλ.· [[πρός]] τι Ἰσοκρ. 72Α· ἐκλυθῆναι τοῖς σώμασι, ταῖς ψυχαῖς Ἀριστ. Ἀποσπ. 172, Πολύβ., κτλ.: - ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], τὰ τῶν πλοίων ἐκλελυμένα Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 6, 4· ἐκλύεται ὁ [[ῥοῦς]], τὰ ῥεύματα Πολύβ. 4. 43, 9, κτλ. 4) Ἰατρικ., ἐκλ. κοιλίαν, χαλαρώνω τὴν κοιλίαν, προξενῶ διάρροιαν· μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκουρ. 5) [[ἐκτίνω]], πληρώνω, Πλουτ. Καῖσ. 12. ΙΙΙ. ἀμεταβ., διαλύομαι, ἀναχωρῶ, Ἑβδ. (Β. Μακκ. ΙΓ΄, 16).
|lstext='''ἐκλύω''': μέλλ. -ύσω, ῡ, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] λύω· λύω, [[ἀπολύω]], ἀφίνω ἐλεύθερον, ἐλευθερῶ, [[ἀπαλλάσσω]], πόνων Αἰσχύλ. Πρ. 326, πρβλ. Σοφ. Τρ. 654: - Παθ., ἀπελευθεροῦμαι, ἐκ δεσμῶν Πλάτ. Φαίδων 67D: - Μέσ. ἐλευθερῶ, λυτρώνω, [[προφυλάσσω]] τινὰ ἐκ κακοῦ τινος, ἀλλ’ ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ [[σαώσω]] Ὀδ. Κ. 286, πρβλ. Θέογν. 1339, κτλ.· τοῦ φόβου σ’ ἐξελυσάμην Σοφ. Ο. Τ. 1003· θανάτου νιν ἐκλύσασθε Εὐρ. Ἀνδρ. 818· ἐξελυσάμην βροτοὺς τὸ μὴ [[μολεῖν]] Αἰσχύλ. Πρ. 235: μόνον μετ’ αἰτιατ. προσ., ἐξελύσαντο τοὺς Ἀργείους Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 25· ἀπολ. ἐξελυσάμην, ἀπελύτρωσα αὐτὸν ἐκ κινδύνου, Σοφ. Αἴ. 531. ΙΙ. λύω ἐντελῶς, ἐκλ. τόξα, λύω τὴν νευρὰν τόξου, Ἡρόδ. 2. 173· ἐκλ. ἁρμοὺς Εὐρ. Ἱππ. 809· σκαιὸν ἐκλύσων [[στόμα]] Σοφ. Αἴ. 1225. 2) [[φέρω]] τι εἰς [[πέρας]], ἐξέλυσας... σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμὸν ὁ αὐτ. Ο. Τ. 35· μόχθον Εὐρ. Φοίν. 695· ἔριν καὶ φιλονικίαν Δημ. 114. 7: - καὶ ἐν τῷ μέσ., ἐκλύσασθαι τὰς παρασκευὰς ὁ αὐτ. 234. 2. 3) χαλαρώνω, ἐξασθενῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, ἐν τέλει: - Παθ., λιποψυχῶ, χάνω τὸ θάρρος μου, παραλύομαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἰσοκρ. 322Α, Δημ. 411. 5, κτλ.· [[πρός]] τι Ἰσοκρ. 72Α· ἐκλυθῆναι τοῖς σώμασι, ταῖς ψυχαῖς Ἀριστ. Ἀποσπ. 172, Πολύβ., κτλ.: - ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], τὰ τῶν πλοίων ἐκλελυμένα Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 6, 4· ἐκλύεται ὁ [[ῥοῦς]], τὰ ῥεύματα Πολύβ. 4. 43, 9, κτλ. 4) Ἰατρικ., ἐκλ. κοιλίαν, χαλαρώνω τὴν κοιλίαν, προξενῶ διάρροιαν· μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκουρ. 5) [[ἐκτίνω]], πληρώνω, Πλουτ. Καῖσ. 12. ΙΙΙ. ἀμεταβ., διαλύομαι, ἀναχωρῶ, Ἑβδ. (Β. Μακκ. ΙΓ΄, 16).
}}
{{bailly
|btext=délier :<br /><b>1</b> délivrer, affranchir : τινά τινος, ἔκ τινος qqn de qch;<br /><b>2</b> relâcher : ἐκλ. τόξα HDT détendre un arc ; [[στόμα]] SOPH laisser échapper des paroles (<i>litt.</i> délier la bouche) ; <i>Pass.</i> être relâché, être épuisé, fatigué ; ἐκλελυμένος πρὸς τὸν πόλεμον ISOCR épuisé et sans force pour la guerre;<br /><b>3</b> dissoudre ; <i>fig.</i> ἐκλ. ἔριν DÉM faire cesser une querelle ; [[δάνειον]] PLUT acquitter une dette;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκλύομαι délivrer, affranchir : τινά τινος qqn de qch ; mettre fin à.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[λύω]].
}}
}}