Anonymous

κυνοδρομέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνοδρομέω''': [[τρέχω]] ἢ κυνηγῶ [[μετὰ]] κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 17 ἑξ.· μεταφ., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 63.
|lstext='''κῠνοδρομέω''': [[τρέχω]] ἢ κυνηγῶ [[μετὰ]] κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 17 ἑξ.· μεταφ., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 63.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />chasser au chien courant, <i>fig.</i> suivre à la piste.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[ἔδραμον]], [[τρέχω]].
}}
}}