Anonymous

γεωργέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γεωργέω''': εἶμαι [[γεωργός]], καλλιεργῶ τὴν γῆν, διατηρῶ [[κτῆμα]] ἀγροτικόν, Πλάτ. Νόμ. 805Ε, Ξεν. κτλ.· γ. ἐν τόπῳ Ἀνδοκ. 12. 28, <br />Πλάτ. Εὐθύφρ. 4C, κτλ.· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., γεωργίαν γ., ἀσκῶ τὴν γεωργίαν, Ἀριστ. Πολ. 1. 8. 7· τὸ [[ἔλαιον]] γ., [[παράγω]], [[ἐξάγω]] [[ἔλαιον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 2. ΙΙ. μ. αἰτ., καλλιεργῶ, ἀροτριῶ, περιοποιοῦμαι, γῆν, ἀγρόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 592, Θουκ. 3. 88, κ. ἀλλ.· γεωργῶν τὰ ἐκείνων Δημ. 239. 28· ἐπὶ ποταμοῦ ἢ κοπρίσεως, καθιστῶ τὴν γῆν γόνιμον, Ἡλιόδ. 2. 28·―παθ., ἐπὶ ξηρᾶς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1732. 39· τὰ γεωργούμενα φυτὰ Ἀριστ. Προβλ. 10. 45. 2) [[καθόλου]], περιποιοῦμαι, καλλιεργῶ, ἐλαίας Γεωπ. 9. 2· [[ἐντεῦθεν]], γ. [[ἔλαιον]], [[οἶνον]], [[παράγω]], Δίων Κ. 49. 36. 3) [[ἐργάζομαι]] εἴς τι, ἀσκῶ αὐτό, Λατ. agirate, Δημ. 794. 22· φιλίαν Πλούτ. 2. 776Β· γ. ἔκ τινος, [[λαμβάνω]] ὠφέλειαν ἔκ τινος, ζῶ δι᾿ [[αὐτοῦ]], Δημ. 442. 6.
|lstext='''γεωργέω''': εἶμαι [[γεωργός]], καλλιεργῶ τὴν γῆν, διατηρῶ [[κτῆμα]] ἀγροτικόν, Πλάτ. Νόμ. 805Ε, Ξεν. κτλ.· γ. ἐν τόπῳ Ἀνδοκ. 12. 28, <br />Πλάτ. Εὐθύφρ. 4C, κτλ.· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., γεωργίαν γ., ἀσκῶ τὴν γεωργίαν, Ἀριστ. Πολ. 1. 8. 7· τὸ [[ἔλαιον]] γ., [[παράγω]], [[ἐξάγω]] [[ἔλαιον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 2. ΙΙ. μ. αἰτ., καλλιεργῶ, ἀροτριῶ, περιοποιοῦμαι, γῆν, ἀγρόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 592, Θουκ. 3. 88, κ. ἀλλ.· γεωργῶν τὰ ἐκείνων Δημ. 239. 28· ἐπὶ ποταμοῦ ἢ κοπρίσεως, καθιστῶ τὴν γῆν γόνιμον, Ἡλιόδ. 2. 28·―παθ., ἐπὶ ξηρᾶς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1732. 39· τὰ γεωργούμενα φυτὰ Ἀριστ. Προβλ. 10. 45. 2) [[καθόλου]], περιποιοῦμαι, καλλιεργῶ, ἐλαίας Γεωπ. 9. 2· [[ἐντεῦθεν]], γ. [[ἔλαιον]], [[οἶνον]], [[παράγω]], Δίων Κ. 49. 36. 3) [[ἐργάζομαι]] εἴς τι, ἀσκῶ αὐτό, Λατ. agirate, Δημ. 794. 22· φιλίαν Πλούτ. 2. 776Β· γ. ἔκ τινος, [[λαμβάνω]] ὠφέλειαν ἔκ τινος, ζῶ δι᾿ [[αὐτοῦ]], Δημ. 442. 6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> γεωργήσω;<br /><b>1</b> <i>abs.</i> être cultivateur, laboureur <i>ou</i> fermier;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> cultiver, labourer, acc. ; <i>fig.</i> cultiver : [[φιλίαν]] PLUT l’amitié.<br />'''Étymologie:''' [[γεωργός]].
}}
}}