Anonymous

ὁπλοφορέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁπλοφορέω''': [[φέρω]] ὅπλα, εἶμαι ὡπλισμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 18, Ἀνθ. Π. 9. 320, ΙΙ. Παθ., ἔχω ὁπλοφόρον, συνοδεύομαι ὑπὸ σωματοφύλακος, Πλουτ. Αἰμίλ. 27.
|lstext='''ὁπλοφορέω''': [[φέρω]] ὅπλα, εἶμαι ὡπλισμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 18, Ἀνθ. Π. 9. 320, ΙΙ. Παθ., ἔχω ὁπλοφόρον, συνοδεύομαι ὑπὸ σωματοφύλακος, Πλουτ. Αἰμίλ. 27.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> porter les armes ; servir comme hoplite;<br /><b>2</b> servir comme garde du corps ; <i>Pass.</i> être accompagné par une garde.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπλοφόρος]].
}}
}}