3,274,916
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλίγωρος''': -ον, (ὤρα) ὁ ὀλίγον φροντίζων [[περί]] τινος, ὀλίγον ἐκτιμῶν τινα, [[περιφρονητικός]], παραμελῶν τινα, ἐπὶ προσώπων, [[χαλεπός]] τε καὶ ὀλ. Ἡρόδ. 3. 89· οὐδεὶς [[οὔτε]] [[γέρων]] [[οὔτε]] ὀλ. [[οὕτως]] Δημ. 764. 24, κτλ.· σοβαρὸς καὶ ὀλ. [[τρόπος]] ὁ αὐτ. 1357. 25· - [[μετὰ]] γεν. τὴν εἰρήνην, ἧς οὐδεὶς ἂν ἐπιδείξειεν … ὀλιγωροτέραν τῶν Ἑλλήνων, εἰρήνην παντάπασιν ἀμελοῦσαν τῶν ἑλληνικῶν δικαίων, Ἰσοκρ. 254D. - Ἐπίρρ. ὀλιγώρως, ἀμελῶς, ἀπροσέκτως, ὀλ. καὶ ῥᾳθύμως Δημ. 1383. 5· ὀλ. ἔχω, εἶμαι [[ἀπρόσεκτος]], [[ἀμελής]], Πλάτ. Φαίδων 68C, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 14· τινός, ὡς [[πρός]] τι, Λυσ. 176. 5, Ἰσαῖ. 41, 33, κ. ἀλλ.· [[περί]] τινος Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 19. 5· [[οὕτως]], ὀλ. διακεῖσθαι Λυσ. 92. 7· [[πρός]] τινα ἤ τι Πλάτ. Ἀλκ. 2. 149Α, Ἰσοκρ. 311Β, Αἰσχίν. 10. 14. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[περιφρονητικός]], [[πλήρης]] περιφρονήσεως, ὑποδεικνύεις μὲν [[ἦθος]] ἀστεῖον [[πάνυ]] καὶ πρᾶον, ὀλίγωρον δὲ πεποίηκάς τι Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 2. | |lstext='''ὀλίγωρος''': -ον, (ὤρα) ὁ ὀλίγον φροντίζων [[περί]] τινος, ὀλίγον ἐκτιμῶν τινα, [[περιφρονητικός]], παραμελῶν τινα, ἐπὶ προσώπων, [[χαλεπός]] τε καὶ ὀλ. Ἡρόδ. 3. 89· οὐδεὶς [[οὔτε]] [[γέρων]] [[οὔτε]] ὀλ. [[οὕτως]] Δημ. 764. 24, κτλ.· σοβαρὸς καὶ ὀλ. [[τρόπος]] ὁ αὐτ. 1357. 25· - [[μετὰ]] γεν. τὴν εἰρήνην, ἧς οὐδεὶς ἂν ἐπιδείξειεν … ὀλιγωροτέραν τῶν Ἑλλήνων, εἰρήνην παντάπασιν ἀμελοῦσαν τῶν ἑλληνικῶν δικαίων, Ἰσοκρ. 254D. - Ἐπίρρ. ὀλιγώρως, ἀμελῶς, ἀπροσέκτως, ὀλ. καὶ ῥᾳθύμως Δημ. 1383. 5· ὀλ. ἔχω, εἶμαι [[ἀπρόσεκτος]], [[ἀμελής]], Πλάτ. Φαίδων 68C, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 14· τινός, ὡς [[πρός]] τι, Λυσ. 176. 5, Ἰσαῖ. 41, 33, κ. ἀλλ.· [[περί]] τινος Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 19. 5· [[οὕτως]], ὀλ. διακεῖσθαι Λυσ. 92. 7· [[πρός]] τινα ἤ τι Πλάτ. Ἀλκ. 2. 149Α, Ἰσοκρ. 311Β, Αἰσχίν. 10. 14. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[περιφρονητικός]], [[πλήρης]] περιφρονήσεως, ὑποδεικνύεις μὲν [[ἦθος]] ἀστεῖον [[πάνυ]] καὶ πρᾶον, ὀλίγωρον δὲ πεποίηκάς τι Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui s’inquiète peu, négligent, méprisant;<br /><i>Cp.</i> ὀλιγωρέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[ὤρα]]. | |||
}} | }} |