Anonymous

εἰσδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσδέχομαι''': Ἰων. ἐσδέκομαι: μέλλ. -δέξομαι: ἀποθ.: - [[δέχομαι]] [[ἐντός]], [[ἐπιτρέπω]] τὴν εἴσοδον, ἐς τὸ ἱρὸν Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. 206· μετ’ αἰτ., οὐκ εἰσεδέξατ’ οἶκον Εὐρ. Ἱκ. 876· [[μετὰ]] δοτ., ἄντροις εἰσδέξασθαί τινα ὁ αὐτ. Κύκλ. 35· σπανίως [[μετὰ]] γεν., τόνδ’ εἰσεδέξω τειχέων = τειχέων [[εἴσω]] ἐδέξω (κατὰ τὸν Σχολιαστήν), Εὐρ. Φοίν. 451· ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 238: - [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., εἰσδέξαι τινὰ συνοικιστῆρα Πινδ. Ἀποσπ. 185· εἰσδ. τινα ὑπόστεγον Σοφ. Τρ. 376, πρβλ. Ἠλ. 1128. 2) μετ’ αἰτ. πραγμ., εἰσδ. εὐνομίαν Πλάτ. Πολ. 425Α· εἰσδέχεσθαι προφάσεις, παραδέχεσθαι προφάσεις, ὁ αὐτ. Κρατ. 421D. 3) ἐπί τινων ζῴων εἰσδεχομένων τὰ νεογνὰ αὑτῶν [[μετὰ]] τὸν τοκετόν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 12, 4, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 3, 2· ἀόρ. α΄ εἰσδεχθῆναι ἐπὶ παθ. σημασ., Λουκ. Τόξαρ. 30, π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 10.
|lstext='''εἰσδέχομαι''': Ἰων. ἐσδέκομαι: μέλλ. -δέξομαι: ἀποθ.: - [[δέχομαι]] [[ἐντός]], [[ἐπιτρέπω]] τὴν εἴσοδον, ἐς τὸ ἱρὸν Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. 206· μετ’ αἰτ., οὐκ εἰσεδέξατ’ οἶκον Εὐρ. Ἱκ. 876· [[μετὰ]] δοτ., ἄντροις εἰσδέξασθαί τινα ὁ αὐτ. Κύκλ. 35· σπανίως [[μετὰ]] γεν., τόνδ’ εἰσεδέξω τειχέων = τειχέων [[εἴσω]] ἐδέξω (κατὰ τὸν Σχολιαστήν), Εὐρ. Φοίν. 451· ἀπολ., Σοφ. Ο. Τ. 238: - [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., εἰσδέξαι τινὰ συνοικιστῆρα Πινδ. Ἀποσπ. 185· εἰσδ. τινα ὑπόστεγον Σοφ. Τρ. 376, πρβλ. Ἠλ. 1128. 2) μετ’ αἰτ. πραγμ., εἰσδ. εὐνομίαν Πλάτ. Πολ. 425Α· εἰσδέχεσθαι προφάσεις, παραδέχεσθαι προφάσεις, ὁ αὐτ. Κρατ. 421D. 3) ἐπί τινων ζῴων εἰσδεχομένων τὰ νεογνὰ αὑτῶν [[μετὰ]] τὸν τοκετόν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 12, 4, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 3, 2· ἀόρ. α΄ εἰσδεχθῆναι ἐπὶ παθ. σημασ., Λουκ. Τόξαρ. 30, π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 10.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> recevoir dans;<br /><b>2</b> <i>au sens Pass. (seul. ao</i>. εἰσεδέχθην) être admis, se faire admettre.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[δέχομαι]].
}}
}}