3,252,132
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γενειάω''': [[γενειάζω]], [[τρέφω]] γενειάδα, προσκτῶμαι γενειάδα, ἐπὴν δὴ παῖδα γενειήσαντα [[ἴδηαι]] Ὀδ. Σ. 175, 268, πρβλ. Ἱππ. 240. 56, Πλάτ, Πολιτ. 270Ε, Ξεν., κτλ.· εἰς ἄνδρα γενειῶν Θεόκρ. 14. 28. 2) ἔχω γενειάδα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 145, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 7, 15. | |lstext='''γενειάω''': [[γενειάζω]], [[τρέφω]] γενειάδα, προσκτῶμαι γενειάδα, ἐπὴν δὴ παῖδα γενειήσαντα [[ἴδηαι]] Ὀδ. Σ. 175, 268, πρβλ. Ἱππ. 240. 56, Πλάτ, Πολιτ. 270Ε, Ξεν., κτλ.· εἰς ἄνδρα γενειῶν Θεόκρ. 14. 28. 2) ἔχω γενειάδα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 145, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 7, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et ao.</i><br />commencer à avoir de la barbe.<br />'''Étymologie:''' [[γένειον]]. | |||
}} | }} |