Anonymous

συνάγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνάγνῡμι''': ἀόρ. συνέαξα ([[ὅστις]] [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει [[χρόνος]])· ― [[θραύω]]. [[συντρίβω]] [[ὁμοῦ]], [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια, [[καταθραύω]], ἔγχεος, ὃ ξυνέαξε Ἰλ. Ν. 166· νῆας..., τὰς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι Ὀδ. Ξ. 383· ἐλάφοιο τέκνα... ξυνέαξε, ἔθραυσε τοὺς τραχήλους αὐτῶν, Ἰλ. Λ. 114· ἴδε σὺν ἐν ἀρχῇ.
|lstext='''συνάγνῡμι''': ἀόρ. συνέαξα ([[ὅστις]] [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει [[χρόνος]])· ― [[θραύω]]. [[συντρίβω]] [[ὁμοῦ]], [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια, [[καταθραύω]], ἔγχεος, ὃ ξυνέαξε Ἰλ. Ν. 166· νῆας..., τὰς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι Ὀδ. Ξ. 383· ἐλάφοιο τέκνα... ξυνέαξε, ἔθραυσε τοὺς τραχήλους αὐτῶν, Ἰλ. Λ. 114· ἴδε σὺν ἐν ἀρχῇ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. 3ᵉ sg.</i> [[συνέαξε]] <i>et 3ᵉ pl.</i> [[συνέαξαν]], <i>inf.</i> συνάξαι;<br />mettre en pièces.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄγνυμι]].
}}
}}