Anonymous

ἀμφίβλημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίβλημα''': -ατος, τό, [[στοά]], περίστυλον, βασίλειά τ’ ἀμφιβλήματ’ Εὐρ. Ἑλ. 70. ΙΙ. = [[ἔνδυμα]], «ἀναβόλαιον» (Ἡσύχ.), πέπλους δὲ τοὺς πρὶν λαμπρά τ’ ἀμφιβλήματα Εὐρ. Ἑλ. 423· πάνοπλα ἀμφ., [[πανοπλία]], [[πλήρης]] [[ὁπλισμός]], ὁ αὐτ. Φοίν. 779.
|lstext='''ἀμφίβλημα''': -ατος, τό, [[στοά]], περίστυλον, βασίλειά τ’ ἀμφιβλήματ’ Εὐρ. Ἑλ. 70. ΙΙ. = [[ἔνδυμα]], «ἀναβόλαιον» (Ἡσύχ.), πέπλους δὲ τοὺς πρὶν λαμπρά τ’ ἀμφιβλήματα Εὐρ. Ἑλ. 423· πάνοπλα ἀμφ., [[πανοπλία]], [[πλήρης]] [[ὁπλισμός]], ὁ αὐτ. Φοίν. 779.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce qui enveloppe :<br /><b>1</b> vêtement;<br /><b>2</b> armure;<br /><b>3</b> portique, galerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφιβάλλω]].
}}
}}