3,274,921
edits
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίνεως''': ὁ, γεν. -νεω, πληθ. ὀνομ. -νεῳ· ([[ναῦς]], Ἀττ. γεν. [[νεώς]])· - ὁ ἐν πλοίῳ [[ὑπεράριθμος]] ἢ [[περιττός]], αἱ περίνεῳ κῶπαι, αἱ ὑπεράριθμοι, Böckh. Urkund σ. 121· - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[περίνεως]]· ὁ [[δεύτερος]] ἱστὸς καὶ ... τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη», πρβλ. Φώτ.· - ἐπὶ προσώπων, [[ἐπιβάτης]] [[ἁπλοῦς]], τὸ αὐτὸ καὶ [[πλωτήρ]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πρόσκωπος]], Θουκ. 1. 10· πρὸς τὸ [[ναύτης]] Αἰλ. π. Ζ. 2. 15, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., πρβλ. Φιλόστρ. 250. - [[Κατὰ]] Φώτ. «[[περίνεως]]: τοὺς περιττοὺς καὶ ἔξω τῶν ὑπηρεσιῶν»· - ἀλλὰ παρὰ Δίωνι Κ. 49. 1, οἱ περίνεῳ, [[εἶναι]] οἱ περιττοὶ ναῦται, ἡ [[ἐφεδρεία]] αὐτῶν, καὶ παρ’ Ἀρτεμιδ. 1. 35, ὁ [[περίνεως]], φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ [[ἔσχατος]] τῶν ὑπαξιωματικῶν. | |lstext='''περίνεως''': ὁ, γεν. -νεω, πληθ. ὀνομ. -νεῳ· ([[ναῦς]], Ἀττ. γεν. [[νεώς]])· - ὁ ἐν πλοίῳ [[ὑπεράριθμος]] ἢ [[περιττός]], αἱ περίνεῳ κῶπαι, αἱ ὑπεράριθμοι, Böckh. Urkund σ. 121· - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[περίνεως]]· ὁ [[δεύτερος]] ἱστὸς καὶ ... τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη», πρβλ. Φώτ.· - ἐπὶ προσώπων, [[ἐπιβάτης]] [[ἁπλοῦς]], τὸ αὐτὸ καὶ [[πλωτήρ]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πρόσκωπος]], Θουκ. 1. 10· πρὸς τὸ [[ναύτης]] Αἰλ. π. Ζ. 2. 15, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., πρβλ. Φιλόστρ. 250. - [[Κατὰ]] Φώτ. «[[περίνεως]]: τοὺς περιττοὺς καὶ ἔξω τῶν ὑπηρεσιῶν»· - ἀλλὰ παρὰ Δίωνι Κ. 49. 1, οἱ περίνεῳ, [[εἶναι]] οἱ περιττοὶ ναῦται, ἡ [[ἐφεδρεία]] αὐτῶν, καὶ παρ’ Ἀρτεμιδ. 1. 35, ὁ [[περίνεως]], φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ [[ἔσχατος]] τῶν ὑπαξιωματικῶν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ω (ὁ) :<br />passager sur un navire.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ναῦς]]. | |||
}} | }} |