Anonymous

δύσχρηστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσχρηστος''': ον ([[χράομαι]])· - [[δύσκολος]] πρὸς χρήσιν, [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], [[σχεδόν]] [[ἀνωφελής]], ἀντίθ. [[εὔχρηστος]], Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἱππικὸν [[στράτευμα]] ἐν νυκτὶ… δ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· κύνες, ὧν [[δύσκολος]] ἡ [[χρῆσις]] ἐν τῇ θήρᾳ, «ἀνεπιστημόνως ἠγμέναι», ὁ αὐτ. Κυν. 3, 11, πρβλ. Δημ. 1341. 1· δ. [[ἐξουσία]], ἣν δυσκόλως μεταχειρίζεταί τις [[καλῶς]], Ἰσοκρ. 180Α. - Ἐπιρρ. δυσχρήστως [[διάκειμαι]], εἶμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], Πολύβ. 1. 61, 4· εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ὁ αὐτ. 5. 18, 11· δ. ἔχειν Πλούτ. Αἰμιλ. 19.
|lstext='''δύσχρηστος''': ον ([[χράομαι]])· - [[δύσκολος]] πρὸς χρήσιν, [[δύσκολος]], [[δυσχερής]], [[σχεδόν]] [[ἀνωφελής]], ἀντίθ. [[εὔχρηστος]], Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἱππικὸν [[στράτευμα]] ἐν νυκτὶ… δ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26· κύνες, ὧν [[δύσκολος]] ἡ [[χρῆσις]] ἐν τῇ θήρᾳ, «ἀνεπιστημόνως ἠγμέναι», ὁ αὐτ. Κυν. 3, 11, πρβλ. Δημ. 1341. 1· δ. [[ἐξουσία]], ἣν δυσκόλως μεταχειρίζεταί τις [[καλῶς]], Ἰσοκρ. 180Α. - Ἐπιρρ. δυσχρήστως [[διάκειμαι]], εἶμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], Πολύβ. 1. 61, 4· εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίαις, ὁ αὐτ. 5. 18, 11· δ. ἔχειν Πλούτ. Αἰμιλ. 19.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> embarrassant, peu commode;<br /><b>2</b> difficile à manier, rétif, ombrageux, d’un commerce difficile ; <i>en parl. de choses</i> dont l’usage est difficile <i>ou</i> délicat.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[χράομαι]].
}}
}}