3,274,873
edits
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνοπλος''': -ον, ὡπλισμένος, «ἀρματωμένος», Τυρταῖος 13, Σοφ. Ο. Τ. 469, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1164 κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἔχων ἐντὸς ἐνόπλους ἄνδρας, ἐπὶ τοῦ Δουρείου ἵππου, ὁ αὐτ. Τρῳ. 520. ΙΙΙ. εἰκὼν ἔν., τὸ Λατ. imago clipeata, ἀνδριὰς μεθ’ ὅπλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 40˙ [[οὕτως]], εἰκὼν γραπτὴ ἐν ὅπλῳ [[αὐτόθι]] 124 κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἐνόπλως Ἡσύχ. ἐν λέξει περιχορίζειν. | |lstext='''ἔνοπλος''': -ον, ὡπλισμένος, «ἀρματωμένος», Τυρταῖος 13, Σοφ. Ο. Τ. 469, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1164 κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἔχων ἐντὸς ἐνόπλους ἄνδρας, ἐπὶ τοῦ Δουρείου ἵππου, ὁ αὐτ. Τρῳ. 520. ΙΙΙ. εἰκὼν ἔν., τὸ Λατ. imago clipeata, ἀνδριὰς μεθ’ ὅπλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 40˙ [[οὕτως]], εἰκὼν γραπτὴ ἐν ὅπλῳ [[αὐτόθι]] 124 κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἐνόπλως Ἡσύχ. ἐν λέξει περιχορίζειν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />en armes, armé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὅπλον]]. | |||
}} | }} |