3,274,919
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκάλυμμα''': τό, [[κάλυμμα]], τιθέμενον πρό τινος, [[παραπέτασμα]] χρησιμεῦον ὡς [[θύρα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 691. 2) [[κάλυμμα]] [[ὅπερ]] χρησιμεύει πρὸς σκέπην καὶ προφύλαξιν, Θουκ. 2. 75· σὰρξ ὀστέων πρ. Τίμ. Λοκ. 100Β. 3) μεταφορ., τὸ ἀποκρύπτον τι, [[πρόσχημα]], [[πρόφασις]], ἁμαρτανομένων λόγοι... πρ. γίγνονται Θουκ. 3. 67· πρ. τῆς βδελυρίας Λουκ. Ψευδολογ. 31· πρ. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας ὁ αὐτ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5. | |lstext='''προκάλυμμα''': τό, [[κάλυμμα]], τιθέμενον πρό τινος, [[παραπέτασμα]] χρησιμεῦον ὡς [[θύρα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 691. 2) [[κάλυμμα]] [[ὅπερ]] χρησιμεύει πρὸς σκέπην καὶ προφύλαξιν, Θουκ. 2. 75· σὰρξ ὀστέων πρ. Τίμ. Λοκ. 100Β. 3) μεταφορ., τὸ ἀποκρύπτον τι, [[πρόσχημα]], [[πρόφασις]], ἁμαρτανομένων λόγοι... πρ. γίγνονται Θουκ. 3. 67· πρ. τῆς βδελυρίας Λουκ. Ψευδολογ. 31· πρ. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας ὁ αὐτ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />couverture, voile, tenture, enveloppe, abri;<br /><i>fig.</i> prétexte, excuse.<br />'''Étymologie:''' [[προκαλύπτω]]. | |||
}} | }} |