3,277,190
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδίστακτος''': -ον, ὁ μὴ ἀμφιβαλλόμενος, περὶ οὗ δὲν διστάζομεν, [[ἀναμφίβολος]], Πτολεμ. Γεωργ. 1. 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἔχων δισταγμὸν ἢ ἀμφιβολίαν, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Ἀνθ. Π. 12. 151. | |lstext='''ἀδίστακτος''': -ον, ὁ μὴ ἀμφιβαλλόμενος, περὶ οὗ δὲν διστάζομεν, [[ἀναμφίβολος]], Πτολεμ. Γεωργ. 1. 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἔχων δισταγμὸν ἢ ἀμφιβολίαν, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Ἀνθ. Π. 12. 151. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />indubitable, sûr.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διστάζω]]. | |||
}} | }} |