Anonymous

ἐγκέλευμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκέλευμα''': ἢ -ευσμα, τό, παραθάρρυνσις, [[παρακέλευσις]], [[προτροπή]], [[παρακίνησις]], Ξεν. Κυν. 6, 24, Κικ. π. Ἀττ. 6. 1, 8.
|lstext='''ἐγκέλευμα''': ἢ -ευσμα, τό, παραθάρρυνσις, [[παρακέλευσις]], [[προτροπή]], [[παρακίνησις]], Ξεν. Κυν. 6, 24, Κικ. π. Ἀττ. 6. 1, 8.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />encouragement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκελεύω]].
}}
}}