Anonymous

συγκεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκεράννῡμι''': ἢ -ύω, ποιητ. [[συγκεράω]], Νικ. Ἀλεξιφ. 321· μέλλ. -κεράσω [ᾰ]· πρκμ. -κέκρᾱκα. ― Παθ., μέλλ. συγκρᾱθήσομαι Εὐρ. Ἴων 406· ἀόρ. α΄ συνεκράθην [ᾱ], Ἰων. -εκρήθην· [[ὡσαύτως]] -εκεράσθην Πλάτ. Νόμ. 889C. πρκμ. συγκέκρᾱμαι. Ἀναμιγνύω μετά τινος, συγκιρνῶ, πολλὰ ἑνὶ ἢ εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 424D, Τιμ. 68D· λύπῃ τὴν ἡδονὴν ξ., συγκιρνῶ, [[μετριάζω]] τὴν ἡδονὴν ἀναμιγνύων αὐτὴν [[μετὰ]] λύπης, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 50A· τὸ πικρὸν μέλιτι Ἀνθ. Π. 12. 154. 2) ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, πολλὰ Πλάτ. Κρατ. 424E· τὸν πέμπτον [κύαθον] Ἀνθ. Π. 12. 168· [[μέλος]] συγκεράσας τις ἐγχέοι Ἀνακρεόντ. 20· ἐξ ἀμφοτέρων ξ., [[κάμνω]] [[μῖγμα]] ἐξ ἀμφοτέρων, Πλάτ. Πολ. 397C. 3) συγκιρνῶ, συνθέτω, συναποτελῶ, τὸ [[σῶμα]] Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 24. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ παθ., συναναμίγνυμαι, συμμιγνύομαι, συναυξάνομαι, συνενοῦμαι, τινι ἢ [[πρός]] τι Πλάτ. Τίμ. 68E, Φίληβ. 46A. 2) συμμίγνυμαι, τὰ παλαιὰ συγκεκρ. ἄλγη, τὰ συνηνωμένα παλαιὰ ἄλγη, Αἰσχύλ. Χο. 744· παίδων [[ὅπως]] νῷν [[σπέρμα]] Εὐρ. Ἴων ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὁμοῦ]] τό τε φαῦλον καὶ τὸ [[μέσον]] καὶ τὸ [[πάνυ]] ἀκριβῶς... ξυγκραθὲν Θουκ. 6. 18· τῇ τῶν ἐναντίων κράσει ξ. Πλάτ. Νόμ. 889C· ἔκ τινων ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 37A· ἀπό τινων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 59A· [[παιδεία]] εὐκαίρως συγκεκραμένη Δημ. 1414. 7· συγκέκραται αὐτῶν ἡ [[φύσις]], ἐπὶ τοῦ κυνὸς καὶ τῆς ἀλώπεκος, Ξεν. Κυν. 3, 1. 3) ἐπὶ φιλίας, σχηματίζομαι ἐκ τῆς στενῆς ἑνότητος καὶ σχέσεως, φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν Ἡρόδ. 4. 152, [[ἔνθα]] ἴδε Wess· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συγκεράσασθαι φιλίαν, ἀποτελῶ στενὴν φιλίαν, [[πρός]] τινα, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 151· πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 7, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ 138. 4) ἐπὶ προσώπων, ποιῶ στενὴν φιλίαν μετά τινος, [[γίνομαι]] στενὸς φίλος τινός, τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 1. β) [[ἔρχομαι]] εἰς στενὴν συνάφειαν μέ τι, συγκέκραμαι δύᾳ Σοφ. Ἀντ. 1311· πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι Ἀριστοφ. Πλ. 853· οὕτω, [[πενία]] δὲ συγκραθεῖσα δυσσεβεῖ τρόπῳ Σοφ. Ἀποσπ. 681· οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένη, [[βαρέως]] πάσχουσα ἐκ…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 895· περὶ τοῦ χωρίου τοῦ ἐν Τρ. 662, ἴδε ἐν λ. [[πάγχριστος]]. 5) ἐπὶ φωνηέντων, συγχωνεύομαι, συνενοῦμαι εἰς ἕν, [[πάσχω]] συναλοιφήν, κρᾶσιν, Δράκων. ΙΙΙ. Μέσ., ἀναμιγνύω, συγκιρνῶ δι’ ἐμαυτόν, πάντα εἰς μίαν ἰδέαν Πλάτ. Τίμ. 35A, πρβλ. 69D· σ. αἰσθήσεις νῷ ὁ αὐτ. Νόμ. 961A.
|lstext='''συγκεράννῡμι''': ἢ -ύω, ποιητ. [[συγκεράω]], Νικ. Ἀλεξιφ. 321· μέλλ. -κεράσω [ᾰ]· πρκμ. -κέκρᾱκα. ― Παθ., μέλλ. συγκρᾱθήσομαι Εὐρ. Ἴων 406· ἀόρ. α΄ συνεκράθην [ᾱ], Ἰων. -εκρήθην· [[ὡσαύτως]] -εκεράσθην Πλάτ. Νόμ. 889C. πρκμ. συγκέκρᾱμαι. Ἀναμιγνύω μετά τινος, συγκιρνῶ, πολλὰ ἑνὶ ἢ εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 424D, Τιμ. 68D· λύπῃ τὴν ἡδονὴν ξ., συγκιρνῶ, [[μετριάζω]] τὴν ἡδονὴν ἀναμιγνύων αὐτὴν [[μετὰ]] λύπης, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 50A· τὸ πικρὸν μέλιτι Ἀνθ. Π. 12. 154. 2) ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, πολλὰ Πλάτ. Κρατ. 424E· τὸν πέμπτον [κύαθον] Ἀνθ. Π. 12. 168· [[μέλος]] συγκεράσας τις ἐγχέοι Ἀνακρεόντ. 20· ἐξ ἀμφοτέρων ξ., [[κάμνω]] [[μῖγμα]] ἐξ ἀμφοτέρων, Πλάτ. Πολ. 397C. 3) συγκιρνῶ, συνθέτω, συναποτελῶ, τὸ [[σῶμα]] Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 24. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ παθ., συναναμίγνυμαι, συμμιγνύομαι, συναυξάνομαι, συνενοῦμαι, τινι ἢ [[πρός]] τι Πλάτ. Τίμ. 68E, Φίληβ. 46A. 2) συμμίγνυμαι, τὰ παλαιὰ συγκεκρ. ἄλγη, τὰ συνηνωμένα παλαιὰ ἄλγη, Αἰσχύλ. Χο. 744· παίδων [[ὅπως]] νῷν [[σπέρμα]] Εὐρ. Ἴων ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὁμοῦ]] τό τε φαῦλον καὶ τὸ [[μέσον]] καὶ τὸ [[πάνυ]] ἀκριβῶς... ξυγκραθὲν Θουκ. 6. 18· τῇ τῶν ἐναντίων κράσει ξ. Πλάτ. Νόμ. 889C· ἔκ τινων ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 37A· ἀπό τινων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 59A· [[παιδεία]] εὐκαίρως συγκεκραμένη Δημ. 1414. 7· συγκέκραται αὐτῶν ἡ [[φύσις]], ἐπὶ τοῦ κυνὸς καὶ τῆς ἀλώπεκος, Ξεν. Κυν. 3, 1. 3) ἐπὶ φιλίας, σχηματίζομαι ἐκ τῆς στενῆς ἑνότητος καὶ σχέσεως, φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν Ἡρόδ. 4. 152, [[ἔνθα]] ἴδε Wess· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συγκεράσασθαι φιλίαν, ἀποτελῶ στενὴν φιλίαν, [[πρός]] τινα, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 151· πρβλ. Διον. Ἁλ. 6. 7, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ 138. 4) ἐπὶ προσώπων, ποιῶ στενὴν φιλίαν μετά τινος, [[γίνομαι]] στενὸς φίλος τινός, τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 1. β) [[ἔρχομαι]] εἰς στενὴν συνάφειαν μέ τι, συγκέκραμαι δύᾳ Σοφ. Ἀντ. 1311· πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι Ἀριστοφ. Πλ. 853· οὕτω, [[πενία]] δὲ συγκραθεῖσα δυσσεβεῖ τρόπῳ Σοφ. Ἀποσπ. 681· οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένη, [[βαρέως]] πάσχουσα ἐκ…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 895· περὶ τοῦ χωρίου τοῦ ἐν Τρ. 662, ἴδε ἐν λ. [[πάγχριστος]]. 5) ἐπὶ φωνηέντων, συγχωνεύομαι, συνενοῦμαι εἰς ἕν, [[πάσχω]] συναλοιφήν, κρᾶσιν, Δράκων. ΙΙΙ. Μέσ., ἀναμιγνύω, συγκιρνῶ δι’ ἐμαυτόν, πάντα εἰς μίαν ἰδέαν Πλάτ. Τίμ. 35A, πρβλ. 69D· σ. αἰσθήσεις νῷ ὁ αὐτ. Νόμ. 961A.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγκεράσω, <i>att.</i> συγκερῶ, <i>etc.</i><br /><i>Pass. f.</i> συγκραθήσομαι, <i>ao.</i> συνεκράσθην <i>ou</i> συνεκεράσθην, <i>pf.</i> συγκέκραμαι;<br />mêler avec, mélanger ; fig. <i>Pass.</i> être formé par un échange de bon vouloir <i>en parl. d’amitié</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγκεράννυμαι (<i>ao.</i> συνεκερασάμην);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> mêler pour soi : [[φιλίαν]] [[πρός]] τινα HDT contracter amitié avec qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> :<br /><b>1</b> se lier avec, τινι;<br /><b>2</b> se familiariser ; <i>au pf.</i> être familiarisé avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κεράννυμι]].
}}
}}