Anonymous

πυρράζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυρράζω''': εἶμαι [[πυρρός]], [[ἐρυθρός]], [[κόκκινος]] ὡς τὸ πῦρ, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 2, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 239. 33, κτλ.
|lstext='''πυρράζω''': εἶμαι [[πυρρός]], [[ἐρυθρός]], [[κόκκινος]] ὡς τὸ πῦρ, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 2, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 239. 33, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=être d’un rouge ardent, être roux.<br />'''Étymologie:''' [[πυρρός]].
}}
}}