Anonymous

κόσος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόσος''': -η, -ον, Ἰων. καὶ Αἰολ. [[πόσος]]· ὡς κότε,..κοῦ, κω, κῶς, ἀντὶ [[πότε]], ποῦ, πω, πῶς, οὕτω ὁκόσος, ὁκότερος, ὁκότε, [[ὅκως]], [[κοῖος]], ἀντὶ [[ὁπόσος]], [[ὁπότερος]], [[ὁπότε]], [[ὅπως]], [[ποῖος]]. ― Πρβλ. [[πόσος]] ἐν τέλ.
|lstext='''κόσος''': -η, -ον, Ἰων. καὶ Αἰολ. [[πόσος]]· ὡς κότε,..κοῦ, κω, κῶς, ἀντὶ [[πότε]], ποῦ, πω, πῶς, οὕτω ὁκόσος, ὁκότερος, ὁκότε, [[ὅκως]], [[κοῖος]], ἀντὶ [[ὁπόσος]], [[ὁπότερος]], [[ὁπότε]], [[ὅπως]], [[ποῖος]]. ― Πρβλ. [[πόσος]] ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><i>ion. c.</i> [[πόσος]].
}}
}}