Anonymous

ἐκπεραίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(ls test)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπεραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 72· βίοτον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 428: - Παθ. ἐπὶ χρησμῶν, ἐκπληροῦμαι, Εὐρ. Ἴων 785, Κύκλ. 696· ἐπὶ ἔργων, συντελοῦμαι, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13.
|lstext='''ἐκπεραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 72· βίοτον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 428: - Παθ. ἐπὶ χρησμῶν, ἐκπληροῦμαι, Εὐρ. Ἴων 785, Κύκλ. 696· ἐπὶ ἔργων, συντελοῦμαι, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13.
}}
{{bailly
|btext=conduire à terme, achever, accomplir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[περαίνω]].
}}
}}