Anonymous

δηκτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δηκτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ δάκνῃ, ἔχων [[κέντρον]], κεντῶν, φαλάγγια Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 1· τῶν ἰχθύων οἱ δ. ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 3. 1, 13· ― [[ἐρεθιστικός]], [[δριμύς]], [[φάρμακον]] Λουκ. Νιγρ. 37· καὶ οὕτω μεταφ., ἀστεῖον καὶ δ. ὁ αὐτ. Δημών. 50.
|lstext='''δηκτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ δάκνῃ, ἔχων [[κέντρον]], κεντῶν, φαλάγγια Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 1· τῶν ἰχθύων οἱ δ. ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 3. 1, 13· ― [[ἐρεθιστικός]], [[δριμύς]], [[φάρμακον]] Λουκ. Νιγρ. 37· καὶ οὕτω μεταφ., ἀστεῖον καὶ δ. ὁ αὐτ. Δημών. 50.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui mord.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]].
}}
}}