Anonymous

ἐνόρνυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνόρνῡμι''': ἀόρ. ἐνῶρσα: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παθ. ἐνῶρτο: οἱ μόνοι δύο χρόνοι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. - Διεγείρω, [[μετὰ]] δοτ., τῇσιν δὲ [[γόον]] πάσῃσιν ἐνῶρσεν Ἰλ. Ζ. 499· [[αὖτις]]... ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· ἐν δὲ [[σθένος]] ὦρσεν ἑκάστῳ Β. 451, πρβλ. Λ. 544· ἴδε Spitzn. ἐν Π. 656· [[θάρσος]] δ’ [[ἐνῶρσε]]... στρατῷ Εὐρ. Ἱκ. 713: - Παθ., διεγείρομαι ἐν ἢ [[μεταξύ]], ἐνῶρτο [[γέλως]] θεοῖσιν Ἰλ. Λ. 599.
|lstext='''ἐνόρνῡμι''': ἀόρ. ἐνῶρσα: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παθ. ἐνῶρτο: οἱ μόνοι δύο χρόνοι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. - Διεγείρω, [[μετὰ]] δοτ., τῇσιν δὲ [[γόον]] πάσῃσιν ἐνῶρσεν Ἰλ. Ζ. 499· [[αὖτις]]... ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· ἐν δὲ [[σθένος]] ὦρσεν ἑκάστῳ Β. 451, πρβλ. Λ. 544· ἴδε Spitzn. ἐν Π. 656· [[θάρσος]] δ’ [[ἐνῶρσε]]... στρατῷ Εὐρ. Ἱκ. 713: - Παθ., διεγείρομαι ἐν ἢ [[μεταξύ]], ἐνῶρτο [[γέλως]] θεοῖσιν Ἰλ. Λ. 599.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐνόρσω, <i>ao.</i> [[ἐνῶρσα]];<br />exciter dans, faire naître dans : τινι [[γόον]] IL provoquer les gémissements de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνόρνυμαι (<i>3ᵉ sg. ao.2</i> ἐνῶρτο) s’élever parmi : θεοῖσιν IL parmi les dieux <i>en parl. d’un éclat de rire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὄρνυμι]].
}}
}}