Anonymous

θεόδμητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεόδμητος''': Δωρ. -δμᾱτος, ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Πινδ. Ο. 6. 100, Ἀποσπ. 58. 1· ([[δέμω]])· [[θεόκτιστος]], θεμελιωθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, πύργοι Ἰλ. Θ. 519· [[Δῆλος]] Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[Πύλαι]] Βακχυλ. 7· [[Ἀθῆναι]]· Σοφ. Ἠλ. 707· βωμὸς Εὐρ. Ἑκ. 23· - μεταφ., θεόδμ. [[χρέος]], ἀρετὰ Πινδ. Ο. 3. 11, Ι. 6 (5). 15.
|lstext='''θεόδμητος''': Δωρ. -δμᾱτος, ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Πινδ. Ο. 6. 100, Ἀποσπ. 58. 1· ([[δέμω]])· [[θεόκτιστος]], θεμελιωθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, πύργοι Ἰλ. Θ. 519· [[Δῆλος]] Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[Πύλαι]] Βακχυλ. 7· [[Ἀθῆναι]]· Σοφ. Ἠλ. 707· βωμὸς Εὐρ. Ἑκ. 23· - μεταφ., θεόδμ. [[χρέος]], ἀρετὰ Πινδ. Ο. 3. 11, Ι. 6 (5). 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> bâti, fondé par les dieux;<br /><b>2</b> élevé en l’honneur des dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[δέμω]].
}}
}}