Anonymous

εὔπηκτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔπηκτος''': -ον, ([[πήγνυμι]]) [[καλῶς]] συμπεπηγμένος, [[καλῶς]] ἐκτισμένος, ᾠκοδομημένος, ἐν μεγάρῳ εὐπ. Ἰλ. Β. 661· μυχῷ κλισίης εὐπ. Ι. 663 (659)· μυχῷ θαλάμων εὐπ. Ὀδ. Ψ. 41· σύριγγα ἐκ καρῶ εὐπάκτοιο, ἐκ κηροῦ εὐπήκτου, δηλ. [[καλῶς]] συμπεπηγμένου, συμπαγοῦς, Θεόκρ. 1. 128· πρβλ. [[εὐπαγής]], [[εὐπηγής]]. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, εὐκόλως πηγνύμενος, Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 5. 9, πρβλ. 6, 1. 2) ἐνεργ., εὐπ. ἀὴρ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.
|lstext='''εὔπηκτος''': -ον, ([[πήγνυμι]]) [[καλῶς]] συμπεπηγμένος, [[καλῶς]] ἐκτισμένος, ᾠκοδομημένος, ἐν μεγάρῳ εὐπ. Ἰλ. Β. 661· μυχῷ κλισίης εὐπ. Ι. 663 (659)· μυχῷ θαλάμων εὐπ. Ὀδ. Ψ. 41· σύριγγα ἐκ καρῶ εὐπάκτοιο, ἐκ κηροῦ εὐπήκτου, δηλ. [[καλῶς]] συμπεπηγμένου, συμπαγοῦς, Θεόκρ. 1. 128· πρβλ. [[εὐπαγής]], [[εὐπηγής]]. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, εὐκόλως πηγνύμενος, Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 5. 9, πρβλ. 6, 1. 2) ἐνεργ., εὐπ. ἀὴρ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> bien assemblé, bien construit;<br /><b>2</b> compact, dense.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πήγνυμι]].
}}
}}