Anonymous

συναίρεσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναίρεσις''': -εως, ἡ, τὸ λαμβάνειν ἢ ἑλκύειν πρὸς τὸ αὐτό, ἡ τῶν [[ἄκρων]] εἰς ταὐτὸ σ. Λογγῖν. 10. 3· σ. καρπῶν Ἀθήν. 489F, Πλούτ. 2. 924F. ΙΙ. [[συστολή]], Πτολ. 1. 8, 4, Εὐστ. Πονημάτ. 143. 43. 2) παρὰ γραμμ., ἡ συγχώνευσις δύο φωνηέντων ἢ φωνήεντος καὶ διφθόγγου ἐν μιᾷ λέξει εἰς μακρὸν φωνῆεν ἢ δίφθογγον, [[οἷον]], γέα, γῆ, ἀληθέϊ, ἀληθεῖ, τιμάεις, -ᾶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διαίρεσις]], Κυντιλ. 1. 5, 17.
|lstext='''συναίρεσις''': -εως, ἡ, τὸ λαμβάνειν ἢ ἑλκύειν πρὸς τὸ αὐτό, ἡ τῶν [[ἄκρων]] εἰς ταὐτὸ σ. Λογγῖν. 10. 3· σ. καρπῶν Ἀθήν. 489F, Πλούτ. 2. 924F. ΙΙ. [[συστολή]], Πτολ. 1. 8, 4, Εὐστ. Πονημάτ. 143. 43. 2) παρὰ γραμμ., ἡ συγχώνευσις δύο φωνηέντων ἢ φωνήεντος καὶ διφθόγγου ἐν μιᾷ λέξει εἰς μακρὸν φωνῆεν ἢ δίφθογγον, [[οἷον]], γέα, γῆ, ἀληθέϊ, ἀληθεῖ, τιμάεις, -ᾶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διαίρεσις]], Κυντιλ. 1. 5, 17.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’assembler;<br /><b>2</b> récolte;<br /><b>3</b> resserrement, contration ; <i>t. de gramm., par opp. à</i> [[διαίρεσις]] : synérèse, <i>ou</i> diphtongaison, prononciation de deux voyelles en une seule émission de voix (= synizèse).<br />'''Étymologie:''' [[συναιρέω]].
}}
}}